Ἡ Κρινιὼ ἦτον ἐντελῶς εἰλικρινὴς βεβαιοῦσα τ᾿ ἀνωτέρω. Ὁ εἰρηνοδίκης ἤκουσεν εὐμενῶς τὴν κατάθεσιν ταύτης. Ἀλλ᾿ ὅμως ἔκαμε μορφασμὸν εἰς τὴν μητέρα της. Ἐκεῖνος ὁ μορφασμὸς – ἐκεῖνα τὰ «μοῦστρα» τοῦ εἰρηνοδίκου – δὲν τῆς ἤρεσαν, τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἥτις ἦτο λίαν πεπειραμένη, καὶ τότε μεγάλη ἀγωνία τὴν ἐκυρίευσεν.

Εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Τραχήλαινας τῆς κόρης της, ὅπου εὑρίσκετο μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἀνήσυχος ἀπὸ τὸ παράθυρο. Διεύθυνε τὸ βλέμμα πρὸς τὴν ἰδίαν της μικρὰν οἰκίαν, ἥτις καίτοι μὴ ἀντικρύζουσα, ἀλλὰ πλαγίως κειμένη, ἦτο ὁρατή, ἐπειδὴ ἐξεῖχε πέραν τῶν ὀλίγων μεσολαβουσῶν οἰκιῶν, δυὸ ἢ τρεῖς πῆχες πρὸς τὸν δρόμον. Ἡ Γιαννοῦ, ἂν καὶ συχνὰ ἐκοίταζε, δὲν ἔβλεπε τίποτε.

Ἡ κόρη της ἡ Δελχαρὼ εἶδε τὴν ἀνησυχίαν της, κι ἄρχισε νὰ κοιτάζῃ, ὅπως ἡ μήτηρ της, καὶ αὐτή. Τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, αἴφνης μετὰ κρυφίου φόβου τὴν ἔκραξε:

– Μάννα! Μάννα!

– Τί εἶναι;

– Ἔλα νὰ ἰδῇς!

– Τί;

– Δυὸ ταχτικοὶ στέκονται καὶ κοιτάζουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν αὐλή, στὸ σπίτι σας…

Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐσηκώθη, καὶ εἶδεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφοβεῖτο. Δυὸ «ταχτικοί», ἤτοι χωροφύλακες, ὅπως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μώρου – ὁπότε οὗτος, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν περίπου εἶχε σύρει ἐκ τῆς κόμης ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του – ἵσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες ἀπλήστως πρὸς τὴν οἰκίαν.