Τελευταῖον, ὀλίγους μῆνας πρὸ τοῦ γάμου της, ἡ Χαδούλα εἶχε κατορθώσει ν᾿ ἀνακαλύψῃ τὴν κρύπτην ὅπου εἶχε τὸ κομπόδεμα ἡ μητέρα της. Εἰς μίαν ὀπὴν τοῦ κατωγείου, ἀνάμεσα εἰς τὰ πιθάρια τὰ μισογεμάτα καὶ τὰ βαρέλια τ᾿ ἀδειανά, εὑρίσκετο μία πλατεῖα καὶ μακρὰ λωρὶς μαύρης μανδήλας, ὅπου ἡ γραῖα εἶχε δεμένα «σὰν σκυλιά» ἑκατὸν ἑβδομήντα τόσα ἀργυρᾶ τάλληρα, ἄλλα κολωνάτα, ἄλλα ρηγίνες, καὶ ἄλλα τουρκικά, ὅλα κλεμμένα ἀπὸ τὰ κέρδη τοῦ γέρου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων. Ἡ κόρη μὲ φαιδρὰν ἔκπληξιν, καὶ μὲ συγκίνησιν τρομώδη, ἐμέτρησε τὰ τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, καὶ εἶτα τὰ ἔβαλε πάλιν εἰς τὴν ὀπήν των, χωρὶς νὰ τολμήση νὰ τὰ πειράξη.

Ἀλλὰ τὴν παραμονὴν τοῦ γάμου, τὸ βράδυ, τὴν ὥραν ποὺ ἐνύχτωνεν –ὅταν εἶδε τὴν ἐπιμονὴν τῶν γονέων της, νὰ μὴ θέλουν νὰ τῆς δώσουν ἀρκετὴν προῖκα, καὶ εἶδε τὴν ἀπονιὰν τῆς μητρὸς της– παραφυλάξασα τὴν ὥραν ὁπότε ἡ γραῖα ἐξῆλθε πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν οἰκίαν δι᾿ ἓν θέλημᾳ, κατέβη μὲ παλμὸν καρδίας κρυφὰ στὸ κατώγι· ἔψαξε καὶ ἀνεῦρε τὸ κομπόδεμα, τὸ σκυλοδεμένο, καὶ τὸ ἔλυσεν. Αὐτὴν τὴν φορὰν τῆς ἐφάνησαν ὡσὰν ὀλίγα. Καιρὸν δὲν εἶχε νὰ τὰ μετρήση. Ἴσως ἡ γραῖα νὰ εἶχεν ἀφαιρέσει μερικὰ ἐκ τῶν ταλλήρων, καὶ εἶχε κάμει χρῆσιν δι᾿ ἀγνώστους σκοπούς. Τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ πάρῃ τὸ κομπόδεμα ὅλον, αὐτούσιον μαζὶ μὲ τὴν λωρίδα τῆς Παλαιᾶς μανδήλας τῆς μητρός της, ἀλλ᾿ ἐφοβήθη· ἔλαβε μόνον ὀκτὼ ἢ ἐννέα τάλληρα, καταρχᾶς – τόσα, ὅσα ἐφαντάζετο ὅτι ἡ ἀπουσία των δὲν θὰ ἐπέφερε μεγάλην διαφορὰν εἰς τὸν ὄγκον καὶ δὲν θὰ ἦτο ἀμέσως ἐπαισθητή, εἶτα ἔκαμε νὰ τὸ δέσῃ· ἀκολούθως πάλιν τὸ ἤνοιξε, ἔλαβεν ἄλλα πέντε ἢ ἓξ, τὸ ὅλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ἐνῷ τὸ ἔδενε, ἐκ νέου ἔκαμε κίνημα νὰ τὸ λύση, μὲ σκοπὸν νὰ πάρη ἄλλα δυὸ ἢ τρία ἀκόμη. Αἴφνης τότε ἤκουσε τὸ βῆμα τῆς μητρός της ἔξω. Βιαστικὰ ἔδεσε τὸ κομπόδεμα, καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὴν θέσιν του.