Διηγεῖται ὁ Ἡρόδοτος.

Τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι, και καθώς ο χρόνος δεν τους έφθανε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του βρισκόταν η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαρανταπέντε στάδια [περ. 8 χιλ.], έφτασαν στο Ιερό.

Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο Θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει.

Οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά.

Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της Θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβι και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η Θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο.

Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια, πια δεν ξύπνησαν, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες.