[…] ΠΟΙΟΣ μποροῦσε νὰ γνωρίζει τί σκεφτόταν ὁ Ἰησοῦς στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ — ἂν ἔστω συνέβη τὸ περιστατικό; Ποιός γνώριζε τί σκεφτόταν ὁλομόναχος τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν στὴν ἔρημο; Ποιός ἄκουσε τὴ συνομιλία Του μὲ τὸν σατανᾶ; Ποιός ἄκουσε τὴ συνομιλία τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν Ἀρχάγγελο;
Μήπως ὁ Ἰησοῦς τὰ διηγήθηκε, καὶ τὸ ἴδιο ἡ Παναγία, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι; Οἱ περιγραφὲς τῶν Εὐαγγελιστῶν εἶναι σκηνοθετημένα ἐπεισόδια, ὄχι ‘ἀναμεταδόσεις’ πληροφοριῶν, ἔστω νοθευμένες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, πόσο πιθανὸ εἶναι, γιὰ παράδειγμα, στὴ Γεθσημανῆ ὁ Χριστὸς νὰ ξύπνησε τοὺς μαθητὲς γιὰ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι ἔπεσα στὸ χῶμα καὶ προσευχόμουν νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴ σταύρωση, καὶ ἔσταζε σὰν αἷμα ὁ ἰδρώτας μου ἀπὸ τὴν ἀγωνία; Ἔπειτα, ἂν ἦταν ἀναμεταδόσεις, οἱ Εὐαγγελιστὲς θὰ τὸ ἔγραφαν, ὅτι ἡ Παναγία τὰ διηγήθηκε σ’ ἐκεῖνον καὶ ὁ Χριστὸς σ’ ἐκεῖνον, καὶ τὸ ἴδιο στὶς ἄλλες περιπτώσεις, ὅμως κάτι τέτοιο δὲν λέγεται οὔτε μία φορά, σὲ κανένα ἐπεισόδιο.
Σὲ ποιόν διηγήθηκε τὸν ὕμνο ποὺ ἐκφώνησε ἡ Παναγία στὸν εὐαγγελισμό της; Μήπως στὸν Ἰωσήφ, καὶ μετὰ ὁ Ἰωσὴφ ἢ καὶ οἱ δύο μαζὶ σὲ ποιόν, γιὰ νὰ φθάσει ὣς τοὺς Εὐαγγελιστὲς μερικὲς δεκαετίες μετά; Πρέπει κανεὶς νὰ μὴ θέλει νὰ δεῖ τὰ πράγματα, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ εὐαγγέλια μὲ τέτοιες ὑπεκφυγές. Εἶναι τόσο πολλὰ τὰ συμβάντα ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γνωρίζει, καὶ τόσο πολλὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ὑποτίθεται ὅτι τὰ ἔζησαν, ὥστε ἀκόμη κι ἂν ὑπῆρχαν δημοσιογράφοι νὰ τοὺς κυνηγοῦν ὅλη τὴν ὥρα γιὰ συνεντεύξεις, δὲν θὰ εἶχε σωθεῖ οὔτε τὸ ἕνα ἑκατοστὸ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες.