Εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος, ἐκείνου τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατρέψει φεύγων ὁ Μοῦρος, «γερόντισσα, ποῦ εἶν᾿ ὁ γυιόκας σου», δὲν εἶχεν ἀπαντήσει ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ ἄλλος, ὅστις ἐφαίνετο ἀνθρωπινώτερος, μὲ ἤρεμον τόνον εἶπε:

– Κοίταξε, κυρά, τί ἔχ᾿ ἡ κόρη σου. Μᾶς λέει πὼς εἶναι ἄρρωστη.

– Ἄρρωστη εἶναι! πῶς νὰ μὴν εἶναι! ἀπήντησε μεθ᾿ ἑτοιμότητος ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἐπῆρε φρίξη ἀπ᾿ τὰ καμώματα ἐκείνου τοῦ προκομμένου, τοῦ γυιοῦ μου… Κοιτάξτε, παιδιά!… ἀνίσως τὸν πιάσετε, νὰ μὴν τὸν τυραγνήσετε πολύ…

– Τὸν εἶδες πουθενὰ νὰ τρέχῃ; Κατὰ ποῦ ἔκαμε;

– Τὸν εἶδ᾿ ἀπ᾿ ἀλάργα!… Ἔκαμε κατὰ τὰ Πηγάδια, πέρα στ᾿ Ἁλώνια.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐψεύδετο διπλά. Δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν Μοῦρον, ἀλλ᾿ ἦτο βεβαῖα ὅτι αὐτὸς θὰ ἐτράπη κατὰ τὴν διεύθυνσιν τὴν ἀντίθετον ἧς αὐτὴ ἔλεγε, κατὰ τὰ Κοτρώνια, ἄνωθεν τῆς οἰκίας, πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου ἦτον μαθημένος ἀπ᾿ τὰ μικρά του χρόνια νὰ κυνηγᾷ τὶς κουκουβάγιες.

Οἱ δυὸ ἄνδρες ἀπῆλθον δρομαῖοι. Ὁ εἷς, φεύγων, ἔρριψε τελευταῖον φιλύποπτον βλέμμα ὀπίσω διὰ τῆς ἠμιανοικτῆς θύρας.