– Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπε.

– Μὴν ἐρωτᾷς, εἶπεν ἡ Γιαννοῦ. Εἶχα νυχτώσει σ᾿ ἓν᾿ ἄλλο καλύβι, μὰ δὲν εἶχα ὕπνο. Σὰ θυμήθηκα τὸ κοφίνι μου, ᾖρθα. Πῶς εἶστε; Τί κάν᾿ ἡ λεχῶνα;

– Τί νὰ κάμῃ; Τὰ ἴδια… Μὰ δέ μου λές, εἶπε μετὰ τινὰ δισταγμὸν ἡ γραῖα· γιατί σ᾿ ἐγύρευαν κείν᾿ οἱ ταχτικοί;

– Φτόνος τοῦ κόσμου, ἀπήντησε μ᾿ ἑτοιμότητα ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἕνα κορίτσ᾿ εἶχε πνιγῆ μὲς στὸ πηγάδι…

– Ἔ;

– Καὶ δὲν ξέρω ποιὸς ἐχτρὸς εἶπε πὼς ἔφταια ἐγώ… Μὰ ἔτσι να᾿ χοῦμε καλὴ ψυχή, μπορεῖς νὰ τὸ πιστέψης; Τάχα δὲν μποροῦσε νὰ πνίγῃ καὶ μοναχό του τὸ κορίτσι; Ἦταν ἀνάγκη νὰ βάλω χέρι ἐγώ;

– Μαθές!… ἔκαμεν ἡ γραῖα.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐγκατεστάθη, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν νύκτα, σιμὰ εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἑστίας, ὅπου εὗρε καὶ τὸ καλάθι της. Ἐξάναψε τὴν φωτιάν, ἔβαλε νερὸ στὸ μπρίκι, καὶ κατεγίνετο νὰ βράση βότανα, τὰ ὁποῖα ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον της.

Ἡ λεχῶνα ἐκοιμάτο, τοῦ μικροῦ θυγατρίου ἠκούετο ἡ ἀναπνοὴ μέσα εἰς τὴν σκάφην τὴν χρησιμεύουσαν ὡς λίκνον, ὑπὸ τὸ στέφανον τοῦ βαρελιοῦ τὸ ἀνέχον ὑψηλὰ ἓν λεπτὸν πανίον. Ἐνίοτε ἐκλαυθμύριζε. «Κοί, κοί, κοί!» ἐπρόφερεν ἡ γραῖα, ἡ προμήτωρ, ἥτις εἶχε κλείσει τὸ ἓν ὄμμᾳ, καὶ μὲ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τοῦ κανδηλίου καὶ εἰς τὴν διαλείπουσαν τῆς ἑστίας ἀναλαμπήν, δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὴν Φραγκογιαννοῦ. Τέλος, μετὰ ὥραν, ἡ γραῖα καίτοι ἐφαίνετο ἀπόφασιν ἔχουσα νὰ μὴ κοιμηθῆ, τῆς ἦλθεν ὁ προδότης ὁ ὕπνος – ἴσως δι᾿ αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ἐκοίταζε λίαν ἐπιμόνως τὴν ὕποπτον γυναῖκα καὶ ἀπεκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ.