– Δὲν ἔχει κανένα σῦκο;… ἠρώτησε οὗτος, ἅμα ἔλαβε τὸ ρακοπότηρον ἀπὸ τὴν χεῖρα τῆς γυναικαδέλφης του.

– Ποὺ νὰ βρεθῆ τέτοιο πρᾶμα!… εἶπεν ἡ γραῖα Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα» μᾶς χρειάζοντ᾿ ἐδῶ, ἐπρόσθεσεν, ἐννοοῦσα τὴν σπατάλην ἥτις συνήθως γίνεται κ᾿ εἰς τὰ πτωχότερα σπίτια, ἐν καιρῷ ἐνσκήψεως τοιούτου «αἰσίου γεγονότος», ὁποῖον εἶναι καὶ ἡ γέννησις κόρης.

– Θέλεις ἐσὺ γαμπρὸ μὲ μάτια; εἶπεν ἐνθυμηθεῖσα ἄλλην παροιμίαν ἡ γυναικαδέλφη του, ἡ Ἀμέρσα.

– Τουλόου σ᾿ μὴν τὸν θέλῃς τὸν σαστικό σου να᾿ ναι στραβός; εἶπε χωρὶς νὰ πειραχθῇ, ὁ Νταντής… Ἐβίβα! Καλὴ σαράντιση!

Κ᾿ ἔπιεν ἀπνευστὶ τὸ μικρὸν ποτήριον.

– Καλό σας βράδυ!

Ἐφορτώθη τὴν ζεμπίλαν, κ᾿ ἐπήγε διὰ τὸν ταρσανᾶν.

Β´

Τὸ πῦρ ἔφθινεν εἰς τὴν ἑστίαν, ὁ λύχνος ἐτρεμόφεγγεν εἰς τὸ μικρὸν φάτνωμα, ἡ λεχῶνα ἐλαγοκοιμάτο ἐπὶ τῆς κλίνης· τὸ βρέφος ἔβηχεν εἰς τὸ λίκνον, καὶ ἡ γραῖα Φραγκογιαννοῦ, ὅπως καὶ τὰς προλαβούσας νύκτας, ἠγρύπνει ἐπὶ τῆς στρωμνῆς της.

Ἦτον περὶ τὸ πρώτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων. Ἀφοῦ τὴν ὑπάνδρευσαν, καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν ἐπροίκισαν μὲ τὸ σπίτι τὸ ἑτοιμόρροπον εἰς τὸ παλαιὸν ἀκατοίκητον Κάστρον, καὶ μὲ τὸ μποστάνι τὸ χέρσον εἰς τὴν ἀγρίαν βορεινὴν ἐσχατιάν, καὶ μὲ τὸ ἀγριοχώραφον τὸ διαφιλονικούμενον ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἡ νεόνυμφος μετὰ τοῦ συζύγου της ἐκατοίκησεν εἰς τὸ σπίτι τῆς ἀνδραδελφῆς της τῆς χήρας, καὶ ἄνοιξε νοικοκυριὸ μὲ μικρὰ πράγματα. Τὸ προικοσύμφωνόν της, ὡς τόσον, ἔγραφε λεπτομερῶς ὅτι τῆς εἶχαν δώσει τόσες φορεσιὲς ροῦχα, τόσα ὑποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, ὅπως καὶ δυὸ χαλκώματα, ἕνα τηγάνι, μίαν πυροστιάν, κτλ. Ἀκόμη καὶ μαχαιροπίρουνα καὶ κουτάλια ἀνέγραφε τὸ προικοσύμφωνον.