– Ἀκοῦς, τί σαμαντᾶ κάνει! εἶπεν ἡ γραῖα. Δὲν μπορεῖ νὰ μαζώξῃ τὰ σιδερικά του, χωρὶς ν᾿ ἀκουστῇ. Ὅποιος τὸν ἀκούει, θαρρεῖ τί γίνεται!…
– «Γύφτικο σπίτι καίεται», εἶπεν εἰρωνικῶς γελώσα ἡ Ἀμέρσα.
Ὁ θόρυβος τῶν ἐργαλείων, τὰ ὁποῖα ὁ Νταντῆς, χωρὶς νὰ εἶναι ὁρατός, ὄπισθεν τοῦ ξυλοτοίχου, ἔρριπτεν ἀνὰ ἓν μέσᾳ στὸ ζεμπίλι του –σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. – ἐξύπνησε καὶ τὴν λεχώ, τὴν γυναῖκα του.
– Τ᾿ εἶναι, μάννα;
– Τί νὰ εἶναι!…Ὁ Κωνσταντῆς ρίχνει τὰ σύνεργά του μὲς στὸ ζεμπίλι!… εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραῖα.
– «Καὶ βιὸ λογαριάζεις;»…συνεπλήρωσε τὴν παροιμίαν ἡ Ἀμέρσα.
Ἠκούσθη τότε ἡ φωνὴ τοῦ Κωνσταντῆ ὄπισθεν τοῦ μικροῦ διαφράγματος.
– Ξυπνήσατε, πεθερά;… ἔλεγε· πῶς περάσατε;
– Πῶς νὰ περάσωμε!… «Σὰν τὴν κόττα στὸ μύλο…» Ἔλα νὰ πιῇς τὸ ρακί σου.
Ὁ Νταντῆς ἐφάνη εἰς τὴν θύραν τοῦ χειμερινοῦ θαλάμου. Ἦτο εὐρύστερνος, μὲ ἄχαριν τὸν κορμόν, «ἀΐσκιωτος», ὅπως ἔλεγεν ἡ γραῖα πενθερά του, καὶ σχεδὸν σπανός. Ἡ γραῖα ἔδειξεν εἰς τὴν Ἀμέρσαν τὴν μικρὰν φιάλην μὲ τὸ ρακί, εἰς τὸ μικρὸν ράφι ἄνωθεν τῆς ἑστίας, καὶ τῆς ἔνευσε νὰ βάλῃ στὸ ποτηράκι, διὰ νὰ πιῆ ὁ Κωνσταντής.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170