Τέλος, ἡ μήτηρ εἶχε φθάσει πλησίον τῆς σκηνῆς, καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔσυρεν ἀποφασιστικῶς τὸ σῶμα πρὸς τὰ ἔξω. Ἀπέθηκε τοῦτο πλησίον τοῦ ἄλλου σώματος.

Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἐφαίνοντο ἀναίσθητα.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ μετὰ προσπαθείας, ψάξασα μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ νερόν, ἀνεῦρεν ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς τὸ στόμιον τῆς στέρνας, τὸ φραγμένον διὰ πλατείας σανίδος μὲ ὑψηλὴν ὡς κοντάριον λαβήν, καὶ πατήσασα τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τῆς ἐσοχῆς ἐκείνης τοῦ τοίχου ἀνῆλθε μετὰ κόπου εἰς τὴν κρηπίδα ὅλη στάζουσα.

– Εἶδες! Δὲν τὸ ἐσυλλογίστηκα! ἀνέκραξεν ἐπιδεικτικῶς ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τάχα δὲν ἔπρεπε νὰ τραβήξω τὸν κόπανο ἐπάνω, νὰ ξεφράξω τὴ μποῦκα, γιὰ ν᾿ ἀδειάση μονομιᾶς ἡ στέρνα, πρὶν πνιγοῦν τὰ κοριτσάκια, τὰ καημένα!

Ἦτο ἀληθές, ἄλλως, ὅτι δὲν τὸ εἶχε σκεφθῆ. Πλὴν ὑπάρχει ὑποκρισία καὶ ἐν τῇ εἰλικρινείᾳ.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐτίναξε τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων της, τὰ διάβροχα, καὶ ρίπτουσα βλέμμα ἐπὶ τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα, ἤρχισεν ἐν βίᾳ καὶ σπουδῇ νὰ λέγῃ:

– Κρέμασμα ἀνάποδα θέλουνε… Χτύπημα μὲ τὸ καλάμι, γιὰ νὰ ξεράσουν μαθές!… Καλὰ ποὺ εἶναι γλυκὸ τὸ νερό… Ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου, χριστιανή μου;… Ἔτσι τ᾿ ἀφήνουν, μικρὰ κορίτσια, μοναχά τους, νὰ παίζουν μὲ τὸ νερὸ τῆς στέρνας;… Καλὰ ποὺ ᾖρθα! Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε… Ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο ἔρχομαι, ἀπ᾿ τὸν ἐλιῶνα… Καλὰ ποὺ ἦτον ἡ πόρτα τοῦ μπαχτσὲ ἀνοιχτή!… Ποῦ ῾ναι ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ ῾ν᾿ τός; Ὅ,τι μπῆκα ἀπ᾿ τὴν πόρτα, ἀκούω μπλούμ! Τρέχω… Τί νὰ ἰδῶ! Δὲν πρόφθασα… Οὔτε ἤξευρα πὼς εἶσ᾿ ἐδῶ. Σὲ εἶχα στὸ χωριὸ πὼς βρίσκεσαι… Εἶχα μάθει πὼς ἤσουν ἄρρωστη… Τὴν τρομάρα ποὺ πῆρα!… Τώρα, κρέμασμα ἀνάποδα, καὶ γλήγορα… Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι καλὰ πνιγμένα… Ποῦ ῾ναι… τὸς ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ ῾ν᾿ τός;