Πῶς μεγαλώνουν, Θεέ μου! ἐσκέπτετο ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ποίος κῆπος, ποίον λιβάδι, ποία ἄνοιξις παράγει αὐτὸ τὸ φυτόν! Καὶ πῶς βλαστάνει καὶ θάλλει καὶ φυλλομανεῖ καὶ φουντώνει! Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ βλαστοί, ὅλα τὰ νεόφυτα, θὰ γίνουν μίαν ἡμέραν πρασιαί, λόχμαι, κῆποι; Καὶ οὕτω θὰ ἐξακολουθῇ; Καὶ πᾶσα οἰκογένεια εἰς τὴν γειτονιάν, καὶ εἰς τὴν συνοικίαν καὶ εἰς τὴν πόλιν εἶχαν ἀπὸ δυὸ ἕως τρία κοράσια. Μερικαὶ εἶχον τέσσαρα, ἄλλαι πέντε. Μία μητέρα εἶχεν ἓξ θυγατέρας χωρὶς κανέναν υἱόν, ἄλλη μία εἶχεν ἑπτὰ κ᾿ ἕναν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο προωρισμένος νὰ φανῇ ἄχρηστος.

Λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ γονεῖς, ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, ὅλαι αἱ χήραι, ἀνάγκη πᾶσα καὶ χρέος ἀπαραίτητον, νὰ ὑπανδρεύσουν ὅλας αὐτὰς τὰς κόρας – καὶ τὰς πέντε, καὶ τὰς ἕξ, καὶ τὰς ἑπτά! Καὶ νὰ δώσουν εἰς ὅλας προῖκα. Πᾶσα πτωχὴ οἰκογένεια, πᾶσα μήτηρ χήρα, μὲ δυὸ στρέμματα ἀγρούς, μ᾿ ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εἴτε κολλήγισα ἄλλων εὐπορωτέρων οἰκογενειῶν εἰς τὰ κτήματα, εἰς τὰς συκᾶς καὶ τὰς μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ὀλίγην μέταξαν– ἢ τρέφουσα δυὸ ἢ τρεῖς αἶγας ἢ ἀμνάδας –γινομένη κακὴ μὲ ὅλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διὰ μικρᾶς ζημίας– φορολογουμένη ἀσπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον ἄρτον ποτισμένον μὲ ἱδρῶτα ἁλμυρὸν – ὤφειλεν ἐξ ἅπαντος «ν᾿ ἀποκαταστήσῃ» ὅλα τὰ θήλεα ταῦτα, καὶ νὰ δώση πέντε, ἕξ, ἢ ἑπτὰ προῖκας! Ὢ Θεέ μου!