Ὁ Γιάννης ἰδὼν τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα εἰς τὰς ὠχρᾶς ἀκτίνας τῆς ἀμφιλύκης, τραβῶν τὰ μαλλιά του, δάκνων τοὺς ἁρμοὺς τῶν δακτύλων του, ἀπήντησεν:

– Ω!… τί ἁμαρτίες!… ἔχεις δίκιο, χριστιανή μου! Ἄχ!… καὶ τί ἦτον αὐτό!… Κ᾿ ἐγὼ ἤμουν κάτω στὸ χωράφι, κ᾿ ἔβγαζα τὰ χορτάρια… καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, τὸ ἔρμο!… Ἕνα σαράκι μ᾿ ἔτρωγε!… Καὶ δὲν ἐσυλλογίστηκα πῶς ἡ στέρνα ἦτον γεμάτη. Κ᾿ εἶχα ἕνα φόβο, μίαν ὑποψία… ἔλεγα ν᾿ ἀφήσω τὸ βοτάνισμα, νά ῾ρθω, νὰ τρέξω, στὸν μπαχτσὲ πίσω… Κ᾿ ἔλεγα, ὁ ἐξαποδὼ κάτι μοῦ σκαρώνει, κάτι μοῦ μαγειρεύει… Καὶ δέ μοῦ ῾κανε καρδιά, ν᾿ ἀφήσω τὴ δουλειά, τὸ ἔρμο! Ὤχ! δίκιο ἔχεις, ὅ,τι καὶ νὰ πῇς, χριστιανή μου. Ἄχ! ἄχ! τί ἁμαρτίες;

Καὶ ἐν πολλῇ ἀγωνίᾳ, ὁ κηπουρὸς συνειργάσθη εἰς τὰ πρόχειρα ἐναντίον τοῦ πνιγμοῦ μέσα, τὰ ὁποῖα συνίστα ἡ πολύπειρος Φραγκογιαννοῦ.

Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐξ ἀνάγκης ἔμεινε καθ᾿ ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα εἰς τὴν καλύβην, ὅπου ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ σπάνια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων της. Μὲ ὅλα τὰ κρεμάσματα καὶ τὰς ἐντριβᾶς, τὰ ὁποῖα ἐφήρμοσεν αὕτη, τὰ δυὸ κοράσια ἀπέθαναν. Τὸ πρωὶ ἔτρεξεν ὁ Γιάννης εἰς τὴν πολίχνην διὰ νὰ δώση εἴδησιν εἰς τὰς ἀρχάς, ἐνῷ ἡ Φραγκογιαννοῦ μείνασα ὀπίσω ἐσυντρόφευε τὴν ἄρρωστην μητέρα, κλαίουσαν καὶ ὀδυρομένην, ἐξασκοῦσα καὶ τὸ ἔργον τῆς παρηγορητρίας, σιμὰ εἰς τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἰάτρισσας.