Ἡ Δελχαρώ, ἐν ἄκρᾳ σιγῇ καὶ ὑπομονῇ, ἐπροσπάθει νὰ ἐκτελέσῃ ὅλας τὰς ἑτοιμασίας ταύτας.

– Ποῦ θὰ πᾶς, μάννα; ἐπανέλαβε κλαίουσα. Ὤ! καίετ᾿ ἡ καρδιά μου!

– Μὴν κλαῖς!… Κάπου θὰ κρυφτῶ, σὲ καμμιὰ τρῦπα… Ἡσυχία, ἐσεῖς φρόνιμα! ὡς ποὺ νὰ περάση ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου.

Καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ ραβδίον της, κατῆλθε σιγά. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της.

Αἴφνης ἐκοντοστάθη εἰς τὴν τρίτην βαθμίδα τῆς σκάλας, καὶ στραφεῖσα πρὸς τὴν Δελχαρώ, τῆς εἶπε:

– Ξέρεις τί νὰ κάμῃς;… Θὰ πάω ἀπ᾿ τὸν ἀπάνω δρόμο, γιὰ νὰ γλυτώσω, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν, τὰ σκυλιά… Καὶ σύ, αὐτὴν τὴν στιγμή, νὰ τρέξης στὸ σπίτι… νὰ καμωθῆς πῶς δὲν τοὺς βλέπεις, τοὺς ταχτικούς… καὶ νὰ φωνάξης τῆς Ἀμέρσας ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὸ δρόμο: «Ἀμέρσα, εἶναι ἀπάνω ἡ μάννα;»…

…Ὄχι, μὴ λὲς «εἶν᾿ ἀπάνω ἡ μάννα»… μόνο νὰ πῇς: «Ἀμέρσα, πῶς εἶναι ἡ μάννα, εἶναι καλύτερα; ἔχει σηκωθῆ;… Στὸ στρῶμα εἶν᾿ ἀκόμα;» Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς βρίσκομαι ἀπάνω στὸ σπίτι, καὶ πὼς εἶμαι ἄρρωστη… Γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τίποτα, καὶ μὲ κυνηγήσουν τὰ σκυλιά!… Τρέξε, γλήγορα!