Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς αὐλῆς, ἡ δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ᾿ ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ᾿ ἡ βέργα ἦτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν ἔφθανε.

– Ἔ! Θέ μου, καὶ νά ῾πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ ἀλλόκοτον γέλωτα ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τί λευθεριὰ θὰ ῾κανες τῆς μάννας σου!

– Ἔ! Σέ μου, τσαὶ νά ῾μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη παρῳδοῦσα τὴν φωνὴν ἡ Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες τσὴ μπάμιας σου!

Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον ἢ πρίν.

Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἦτο φραγμένον μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ αὐτὸ ὕψος. Ἡ μικρὰ σανίς, ἐφ᾿ ἧς ἔκυπτεν ἡ Ξενούλα, ἦτο χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβά, δι᾿ οὗ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρὰ καὶ κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν ἡ παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, ἡ σανὶς ἐνέδωκεν, ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ ἡ Ξενούλα ἔπεσε κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χᾶσκον στόμα τοῦ φρέατος. Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἶτα μέγας πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ.