Ἀλλὰ μεγάλως εὐφραίνετο ὅταν ἡ μικρὰ πομπή, μετὰ δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον ἔφθανεν εἰς τὰ «Μνημούρια». Ὡραία ἐξοχή, παντοτινὴ ἄνοιξις, θάλλουσα βλάστη, ἀγριολούλουδα, ἐμύριζε κῆπος. Ἰδοὺ ὁ περίβολος τῶν νεκρῶν! Ὤ! ὁ Παράδεισος, ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη, ἤνοιγε τὰς πύλας διὰ νὰ δεχθῇ τὸ μικρὸν ἄκακον πλάσμα, τὸ ὁποῖον ηὐτύχησε νὰ λύτρωσῃ τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τόσα βάσανα. Χαρῆτε, ἀγγελούδια, ποὺ πετᾶτε γύρω-τριγύρω μὲ τὰ φτερά σᾶς τὰ χρυσόλευκα, καὶ σεῖς, ψυχαὶ τῶν Ἁγίων, ὑποδεχθῆτε το!

Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν νεκρώσιμον οἰκίαν ἡ γραῖα Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῇ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν παρηγορίαν, –παρηγορίαν καμμίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπῃ, μόνον ἦτο χαρωπὴ ὅλη κ᾿ ἐμακάριζεν τὸ ἀθῷον βρέφος καὶ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἡ λύπη ἦτο χαρά, καὶ ἡ θανὴ ἦτο ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων.

Ἄ! ἰδού… Κανὲν πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο – μᾶλλον τὸ ἐναντίον.

Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγιεία. Ἄρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖνες, αἱ κατὰ τὸ φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὄσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, ἡ εὐλογιὰ κ᾿ ἡ ὀστρακιὰ κ᾿ ἡ διφθερίτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι θωπεύματα καὶ πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες χαίρουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τὰς ψυχὰς τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ τυφλώσει μας, νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγᾶς, ὡς κακὸν πρᾶγμα.