– Πάω πίσω, μάννα, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα… Ἀλήθεια, δὲν ἐσυλλογίστηκα πῶς μπορεῖ νὰ ξυπνήση τὸ Κρινιώ, αὐτὴν τὴν ὥρα, νὰ τρομάξη, ποὺ θὰ λείπω.

– Μποροῦσες νὰ μείνης κ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ἡ μητέρα· μόνο, μὴ ξυπνήση ἄξαφνα τὸ Κρινιώ, καὶ πάρη φόβο.

Ἡ Ἀμέρσα ἐκοντοστάθη πρὸς στιγμήν.

– Μάννα, εἶπε, θέλεις νὰ καθίσω ἐγὼ ῾δω, νὰ πᾶς ἐσὺ στὸ σπίτι;… γιὰ νὰ ξεκουραστῇς, νὰ ἡσυχάσῃς.

– Ὄχι, εἶπεν, ἀφοῦ ἐσκέφθη πρὸς στιγμὴν ἡ γραῖα. Τώρα, κ᾿ ἡ νύχτα αὐτὴ πέρασε. Αὔριο βράδυ, πηγαίνω ἐγὼ στὸ σπίτι, καὶ κάθεσαι σὺ ἐδῶ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλὸ ξημέρωμα!

Ὅλος ὁ διάλογος ἐγίνετο εἰς μικρόν, στενὸν πρόδομον, κατέμπροσθεν τοῦ θαλαμίσκου, ὅπου ἠκούοντο ἠχηροὶ καὶ πολύχορδοι οἱ ρογχαλισμοὶ τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ Ἀμέρσα, ἥτις εἶχεν ἔλθει ξυπόλητη, μ᾿ ἐλαφρότατον ἄψοφον βῆμα, ἐξῆλθε, καὶ ἡ μήτηρ της ἐκλείδωσεν ἔσωθεν τὴν θύραν.

Ἡ Ἀμέρσα ἔφυγε τρέχουσα. Αὐτὴ νὰ φοβηθῆ τὰ στοιχειά, ἥτις δὲν εἶχε φοβηθῆ τὸν ἀδερφόν της τὸν Μῆτρον, τὸν κοινῶς καλούμενον Μῶρον ἢ Μοῦρον ἢ Μοῦτρον – τὸν σκιὰν ἐκεῖνον, τὸν τρίτον υἱὸν τῆς μητρός της, τὸν ὁποῖον ἡ τεκοῦσα ὠνόμαζε συνήθως «τὸ σκυλὶ τ᾿ Ἀγαρηνό!» – τὸν κατὰ τρία ἔτη μεγαλύτερον ἀδελφόν της, ὅστις τὴν εἶχε μαχαιρώσει ἤδη ἅπαξ –ἀλλ᾿ αὐτὴ τὸν εἶχε σώσει, μὴ θέλουσα νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τὴν ἐξουσίαν– καὶ θὰ τὴν ἐμαχαίρωνε βεβαίως καὶ δευτέραν φορὰν, ἐὰν ἔμενεν ἔκτοτε ἐλεύθερος. Εὐτυχῶς, εἶχεν ἀλλοῦ ἐξασκήσει τὰς φονικᾶς ὁρμᾷς του, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ εἶχε κλεισθῆ ἐγκαίρως εἰς τὰς βενετικᾶς εἰρκτᾶς τοῦ παλαιοῦ φρουρίου, εἰς τὴν Χαλκίδα.