– Νά!… μοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖο ὁ Ἅις-Γιάννης, εἶπε μέσα της, σχεδὸν ἀκουσίως ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἅμα εἶδε τὰ δυὸ θυγάτρια… Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς Περιβολούς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ᾿ ἐκολυμποῦσαν!… Νὰ ἰδοῦμε, ἔχει νερό;

Πλησιάσασα, ἔκυψε, καὶ εἶδεν ὅτι ἡ στέρνα ἦτον σχεδὸν γεμάτη· ὡς δυὸ τρίτα ὀργυιᾶς νεροῦ.

– Τί τ᾿ ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ κορίτσια, εἶπεν πάλιν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τάχα δὲν μποροῦν νὰ πέσουν καὶ μοναχά τους μέσα;

Ἔστρεψεν ἀνήσυχον βλέμμα πρὸς τὴν καλύβην. Ἀλλ᾿ αὐτὴ εἶχε τὴν ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος μέσα.

Ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας τὰ δυὸ κοράσια. Τὸ μεγαλύτερον τούτων ὡραῖον, ξανθόν, ἂν καὶ σχεδὸν ἄνιπτον, ἔκαμνεν ὡραίαν ἐντύπωσιν. Τὸ μικρότερο, χλωμόν, κακονδυμένον, ἐφαίνετο μᾶλλον νὰ πάσχῃ ἀπὸ «ζούραν», ἤτοι παιδικὸν μαρασμόν.

– Κοριτσάκια, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, τί ἐκάνετ᾿ δῶ;… Ποῦ εἶν᾿ ἡ μάννα σας;

Τὸ μεγαλύτερον κοράσιον ἀπήντησε:

– Πίτι.

Στὸ σπίτι, ἠρμήνευσεν ἡ γραῖα. Μὰ ποῦ στὸ σπίτι; Ἐδῶ ἢ στὸ χωριό;

– Ζὲν εἶναι ζῶ, εἶπεν πάλιν τὸ μικρόν.