Ἀπὸ ἐκείνην λοιπὸν τὴν νεόκτιστον οἰκίαν εἶχεν ἔλθει τόσον παράωρα ἡ Ἀμέρσα, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο τὰ στοιχειὰ τὴν νύκτα, ἦτο δὲ τολμηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη.

– Κ᾿ ἐσηκώθης;… κ᾿ ᾖρθες νὰ ἰδῇς;

– Ξαφνίστηκα μὲς τὸν ὕπνο μου, μαννούλα. Εἶδα πῶς πέθανε τὸ κορίτσι, καὶ πῶς ἐσὺ εἶχες ἕνα μαῦρο σημάδι στὸ χέρι σου.

– Μαῦρο σημάδι;…

– Ἤθελες, τάχα, νὰ σαβανώσης τὸ κορίτσι. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ σαβάνωνες, μαύρισε τὸ χέρι σου… καὶ πῶς ἔβαλες, τάχα, τὸ χέρι σου στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ξεμαυρίσῃ.

– Μπά! ἀλαφροΐσκιωτη! εἶπεν ἡ γραῖα Χαδούλα… Κ᾿ ἔκαμες κουτουράδα, κ᾿ ᾖρθες, τέτοιαν ὥρα…

– Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, μάννα.

– Καὶ δὲν σ᾿ ἔνοιωσε τὸ Κρινιώ, ποῦ ἔφυγες;

– Ὄχι· κοιμᾶται.

– Κι ἂν ξυπνήση, κ᾿ ἰδῆ νὰ λείπῃς ἀπὸ κοντά της, πῶς θὰ τῆς φανῆ;… Δὲ θὰ βάλῃ τὶς φωνές;… Θὰ τρελαθῆ, τὸ κορίτσι!

Αἱ δυὸ ἀδελφαὶ ἐκοιμῶντο τῷ ὄντι μόναι εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν. Ἡ Ἀμέρσα ἦτο ἄφοβος, κ᾿ ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἦτο ἀνήρ. Ὁ πατήρ των εἶχεν ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, οἱ δὲ ἐπιζῶντες υἱοὶ διαρκῶς ἔλειπον εἰς τὰ ξένα.