Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔμεινε μὲ τὴν χεῖρα τεταμένην. Τὴν κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Ἐντὸς δευτερολέπτου ἦλθεν εἰς ἑαυτήν, καὶ εἶδε τὸν φοβερὸν κίνδυνον.

Ἀκριβῶς ὄπισθέν της ἦτο ἐν μικρὸν παράθυρον βλέπον πρὸς βορρᾶν, ὑπόσαθρον, νοτισμένον καὶ κακοκλεισμένον. Ὡς νὰ εἶχε τιναχθῆ ἀπὸ ἔκρηξιν, ἐστράφη μηχανικῶς, ἄνοιξε τὸ παράθυρον, κ᾿ ἐπήδησεν ἔξω. Ἔπεσεν ἐπάνω εἰς χόρτα καὶ ἄχυρα, καὶ ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς της οὔτε ἠκούσθη. Τὸ χαμηλὸν παράθυρον μόλις ἀνεῖχε μισὴν ὀργυιᾶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους.

Μόνον εἶχε ξεχάσει νὰ πάρη μαζὶ τὸ ραβδί της καὶ τὸ καλάθι της, τὰ ὁποῖα ὡς τόσον εὑρίσκοντο δίπλα της, εἰς τὸ πάτωμα. Ἦτο ἄξιον ἀπορίας, πῶς τόσον εἶχε σαστίσει. Τὰ ἐνθυμήθη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν ἄρχισε νὰ τρέχῃ μετὰ τὸ πήδημά της, κ᾿ ἔτσι τῆς ἤρχετο ἂν ἦτο τρόπος, νὰ γυρίση πίσω νὰ τὰ πάρη, καὶ νὰ στραβωθοῦν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν οἱ διώκται της.

Ὡς τόσον ἔτρεχεν, ἔτρεχεν… εἶχεν εἰσέλθη μέσα εἰς τὸ δάσος, τοῦ ὁποίου τὰ διάφορα μονοπάτια τῆς ἦσαν πολὺ γνωστά. Δὲν ἐγύριζε νὰ ἰδῆ ὀπίσω της… Ἦτο βεβαῖα ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» θ᾿ ἀργήσουν νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, καὶ νὰ βαλθοῦν νὰ τὴν κυνηγήσουν.