– Δὲν εἶναι.

– Ἐσὺ θὰ τὸ ῾χης περάσει πολλὲς φορές, εἶπεν ὁ στρατιώτης.

– Ἐγώ, ὄχι! ἠρνήθη ὁ ἀγροφύλαξ.

– Δὲν ἤσουν τσομπάνης;

– Ἐγὼ ἔβοσκα πρόβατα στὸν κάμπο.

Ὁ χωροφύλαξ ἐδίστασεν ἀκόμη.

– Καὶ νὰ μᾶς ρίξη κάτω μία γυναῖκα! εἶπε.

– Δὲν προφτάσαμε νὰ τὴν ἰδοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε, εἶπεν εἴρων ὁ δραγάτης. Ἂν τὴν ἔβλεπες, θὰ σοῦ ῾κανε καρδιά.

– Ἀληθινά;

– Δὲν ξέρεις πόσες φορὲς δίνουν τὸ παράδειγμα οἱ γυναῖκες! εἶπεν ὁ ἀγροφύλαξ. Σὲ κάμποσα πράγματα, δείχνουν πολὺ κουράγιο.

– Κ᾿ ἐγὼ θὰ περάσω! εἶπεν ὁ χωροφύλαξ.

– Ἐμπρός!

Ὁ χωροφύλαξ ἔβγαλε τὸ ἀμπέχονόν του, καὶ τὸ ἔτεινεν εἰς τὸν σύντροφόν του, μείνας μὲ τὸ ὑποκάμισον. Ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.

– Ἂν περάσω πέρα, μοῦ τὸ ρίχνεις, εἶπε.

Ἐδοκίμασε νὰ πατήση ἐπὶ τοῦ στενοῦ, ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν βράχον. Μετὰ ἓν βῆμᾳ ὠπισθοδρόμησε.

– Μ᾿ ἔπιασε ζαλάδα, εἶπεν.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Φραγκογιαννοῦ, τρέχουσα, εἶχεν ἀνηφορίσει, καὶ ἀνήρχετο ὑψηλότερα εἰς τὴν ἀκτήν. Ἀποκαμωμένη, ἤσθμαινεν, ἐφύσα. Ἐπήγαινε, κ᾿ ἐστέκετο ἐπὶ μίαν ἀνεπαίσθητον στιγμήν, κ᾿ ἔτεινε τὰ ὦτα ἀκροωμένη. Ἤθελε νὰ βεβαιωθῆ ἂν θὰ διέβαινον τὸ πέραμα οἱ δυὸ διώκται της. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε τίποτε. Ἀπὸ τὴν βραδύτητα αὐτὴν ἐσυμπέρανεν ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» ἐδίσταζον πολὺ νὰ περάσουν τὸ μονοπάτι.