Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔτρεχεν, ἔτρεχε. Ἤλπιζε νὰ χωθῆ τὸ ταχύτερον εἰς τὸ δάσος, ὅπου, καὶ ἂν τυχὸν ἔτρεχον κατόπιν της, τὰ ἴχνη της τάχιστα θὰ ἐχάνοντο.
Ἀλλὰ παρ᾿ ἐλπίδα, μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, εὑρέθη ἀντιμέτωπος τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου, βαδίζοντος πρὸς τὴν οἰκίαν του. Οὗτος εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν συνήθη ὥραν, κ᾿ ἐπήγαινε πρὸς τὸ καλύβι, ἴσως διὰ νὰ κράξη πρὸς συνεργασίαν τὴν πενθεράν του, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν πρωίαν. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε τὴν πενθεράν του νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ χειρονομῇ τόσον μακράν, ὥστε δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀκούῃ τί αὕτη ἔλεγεν, ὁδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῶν χειρονομιῶν της, εἶδε τὴν Φραγκογιαννοῦ νὰ φεύγῃ πρὸς τὸ μέρος τοῦ δάσους – τότε, ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, κ᾿ ἐφώναξε μεγάλη τῇ φωνῇ πρὸς τὴν Φραγκογιαννοῦ.
– Τί εἶναι;… Τί τρέχει;
Τότε ἡ Χαδούλα ἐστάθη, κ᾿ ἐφώναξε μακρόθεν πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον.
– Φεύγω!… Πάω νά…
Ὁ Γιάννης ὁ Λυρίγκος εἶχε τρέξει ὀλίγα βήματα, κ᾿ ᾖλθε πλησιέστερα πρὸς τὴν Φραγκογιαννοῦ. Τότε κι αὐτή, ἀποφασιστικῶς, προέβη δυὸ ἢ τρία βήματα πλησιέστερα πρὸς ἐκεῖνον.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170