– Γεννήσατε;

– Σπαργανίσαμε! Εἶναι τὸ τρίτο κοριτσάκι ποὺ μᾶς ᾖρθε στὲ πέντα χρόνια… ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!

– Νὰ σᾶς ζήση! εἶπεν ἡ γραῖα. Καλὴ σαράντιση τῆς φαμιλιᾶς σου!

– Ὡς τόσο, τὸ κοριτσάκι ᾖρθε στὸν κόσμο ἄρρωστο, κι ὅλο κλαίει, καὶ στὸ βυζὶ δὲν κολλάει. Κ᾿ ἡ μάννα του ἡ καψερή, τόσο καλὰ δὲν εἶναι… Ὅλο κάψη καὶ σεκλέτι, τὸ ἔρμο!

– Ἀλήθεια;

– Νὰ ἤθελες νὰ μᾶς ἔκανες τὴ χάρη, νὰ περνοῦσες ἀπ᾿ τὸ καλύβι, νὰ ἔκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεία-Γαρουφαλιά;… Ἐκείνη ἡ πεθερά μου δὲ φελάει τίποτα, τί σοῦ κάμῃ;

– Μὰ τώρα κοντεύει νὰ νυχτώση… εἶπε μὲ ὑποκρισίαν ἡ Φραγκογιαννοῦ.

Καὶ μέσα τῆς ἔλεγε: «Τὸ ριζικό μου εἶναι πλιό! Ὢχ Θέ μου!»

– Ἂς νυχτώση… Ἂν θέλῃς, κοιμᾶσαι στὸ καλύβι.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐστάθη ὡς νὰ ἐδίσταζεν. Ἀλλ᾿ ἦτον ἑτοίμη νὰ συναινέση.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, μὲ τὴν τελευταίαν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, ἥτις ἐχρύσωνε τὴν κορυφὴν τοῦ ἀνατολικοῦ λόφου μὲ τοὺς ἐλαιῶνας τοὺς πολλούς, κ᾿ ἔκαμνε νὰ στίλβη τὸ φύλλωμα τῶν ἐλαίων, ἐφάνησαν δυὸ ἄνθρωποι κατερχόμενοι δρομαῖοι ἀπὸ ἕνα μονοπάτι μεταξὺ δυὸ ἐλαιώνων.