– Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά… Τρύπησε τὸ πλευρό μου, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου εἶναι θὰ φέξη.
Ἡ λεχῶνα ἐχασμήθη, κ᾿ ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τοῦ στόματος. Συγχρόνως δὲ ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ μικρὸν εἰκονοστάσιον, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζεν.
– Ἔχει σβήσει τὸ καντῆλι, μάννα· δὲν τὸ ἄναβες;
– Δὲν τὸ ἀγροίκησα, θυγατέρα, εἶπεν ἡ γραῖα· ἐκοιμώμουν βαθιά.
– Καὶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται, βλέπω, ἥσυχα. Πῶς τὸ ῾παθε;
– Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά, εἶπεν ἡ γραῖα.
– Κ᾿ ἐμένα μου πονεῖ τὸ βυζί μου, εἶπεν ἡ λεχώ· ἄρχισε νὰ κατεβάζῃ πολὺ τώρα. Ἤθελα νὰ ἦτον ξυπνητὸ νὰ τὸ βύζαινα.
– Ἔ! τί νὰ γίνῃ…Θὰ βροῦμε κανένα παιδί, εἶπεν ἡ γραῖα.
– Τί λές, μάννα;
Ἡ γραῖα δὲν ἀπήντησεν. Ἤθελε κάτι νὰ εἴπῃ. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
– Δὲν κάνεις τὸν κόπο ν᾿ ἀνάψῃς τὸ καντῆλι, μάννα;
– Ἂν θέλῃς, σηκώσου σὺ κι ἄναψε τό· δὲν ἔχω χέρια…
– Πῶς!
– Πιάστηκε πλιὰ τὸ χεράκι μου.
– Τί λές; Σὲ καλό σου, μάννα· ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω πάρει εὐχή, κάνει ν᾿ ἀνάψω τὸ καντῆλι;
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶπε «πιάστηκε τὸ χεράκι μου», ἐπανῆλθεν πρώτην φορὰν εἰς τὸν νοῦν τῆς γραίας τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170