Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶδε καὶ ἐπείσθη ὅτι μέγας καὶ ἐπικείμενος κίνδυνος τὴν ἠπείλει.

– Πρέπει νὰ πάρω τὰ βουνά, δυχατέρα! εἶπεν αἴφνης. Ἂν προφτάσω!

– Γιατί, μάννα; εἶπεν ἐν ἀγωνίᾳ ἡ Δελχαρώ.

– Γιατί… μὲ γυρεύουν γιὰ νὰ μὲ φυλακώσουν.

– Ἀλήθεια;… Ἐσὺ τὸ ἔρριξες, μάννα, τὸ κορίτσι στὸ πηγάδι;

– Ὄχι, μάρτυς μου ὁ Θεός! Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ…

– Τότε;…

– Σιώπα!

– Ἡ ἁμαρτία σὲ κυνηγᾷ, μάννα, εἶπε δειλῶς ἡ Δελχαρώ.

– Σιώπα! Μουρλάθηκες; εἶπε βλοσυρὰ ἡ μάννα της, ὑποπτεύσασα ὑπαινιγμὸν τινὰ εἰς τὸν τόνον μεθ᾿ οὗ ὠμίλει ἡ κόρη της.

– Τί νὰ πῶ κ᾿ ἐγώ, ἡ καημένη! εἶπε συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἐν ἀμηχανίᾳ, ἡ Δελχαρώ.

– Ἅ! αὐτὸ μὴν τὸ λές! ὄχι! Δὲν κάνει νὰ τὸ λές!

Καὶ τρομερά, κατῆλθε τὴν σκάλαν νὰ φύγη.

– Ποῦ πᾶς, μάννα;

– Στὰ βουνά, σοῦ εἶπα!… Δῶσε μου λίγο παξιμάδι.

Ἡ Δελχαρὼ ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἐρμάριον, κ᾿ ἔλαβεν ἐκεῖθεν ὀλίγα παξιμάδια.

– Δῶσε μου καὶ τὸ καλάθι μου… κ᾿ ἕνα μαχαιράκι, ἐπανέλαβεν ἐν ἄκρᾳ βία ἡ Φραγκογιαννοῦ… Βάλε μου κ᾿ ἕνα χράμι μάλλινο μέσα… καὶ τὴ μανδήλα μου… τὰ παλιοτσόκαρά μου… Δῶσε μου καὶ τὸ ραβδί μου… ψάξε νὰ τὸ βρῇς!