Μίαν Κυριακήν, ὁ Μοῦρος μεθυσμένος εἶχε κάμει παραπολλᾶς ἀταξίας εἰς τὸν δρόμον. Δυὸ χωροφύλακες ἀκούσαντες τὰ παράπονα πολλῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐκυνήγησαν διὰ νὰ τὸν πιάσουν, καὶ τὸν πάρουν «μέσα» ἢ «στὴν καζάρμα». Ἀλλ᾿ ὁ Μῶρος, λίαν εὐκίνητος, τοὺς ἔφυγεν, ἐγύρισε καὶ τοὺς ἐμυκτήρισε μακρόθεν, καὶ πάλιν τραπεῖς εἰς φυγήν, ἐκρύβη εἰς μέρος ἀπρόσιτον – εἰς τὸ μέσα μέρος τοῦ ὑπόστεγου ταρσανὰ ἑνὸς ναυπηγοῦ, ἐξαδέλφου του. Εἶτα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ ἄνδρες παρήτησαν τὴν καταδίωξιν, ἀνέλαβε θάρρος κ᾿ ἐξῆλθεν εἰς τὸν δρόμον.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ Μῶρος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ξεμεθύσει ἀκόμα, κατήντησε νὰ κυνηγήσῃ εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν ἰδίαν μητέρα του, ἀπειλῶν νὰ τὴν σφάξῃ. Παρεπονεῖτο ὅτι ἡ γραῖα τοῦ εἶχε κλέψει λεπτὰ ἀπὸ τὴν τσέπην. Τὴν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὕτη διὰ νὰ κρυφθῆ, τὴν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰ μαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστημα πενῆντα βημάτων.

Αὐτὴ εἶχε βάλει τὰς φωνᾶς, κ᾿ ἐξῆλθον οἱ γείτονες. Ἦτον ὥρα Ἑσπερινοῦ, μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου. Εἰς τὰς φωνᾶς τῶν γειτόνων, ἔφθασαν οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἵτινες ἀπὸ πρὶν κατεζήτουν τὸν Μοῦρον, καὶ μόνον κατὰ τὸ φαινόμενον εἶχον παραιτήσει τὸ κυνήγημα – ἐξ ἐναντίας μάλιστα ἦσαν λίαν ἐξωργισμένοι ἐναντίον τοῦ ταραξίου. Ὁ Μοῦρος, ἅμα τοὺς εἶδεν, ἄφησεν τὴν μητέρα του κ᾿ ἐτράπη εἰς φυγήν. Ἔτρεξε νὰ κρυφθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἀνάγκης, ἐπειδὴ εὑρέθη «στὰ στενά», καὶ δὲν ἔβλεπεν ἄλλο ἄσυλον πλέον μακρυσμένον ἀλλ᾿ ἀσφαλέστερον.