Ἀλαφροΐσκιωτη! τῷ ὄντι. Ἡ λέξις τὴν ὁποίαν εἶχε προφέρει ἀρτίως ἡ μήτηρ της, τῆς ἐπανῆλθε πράγματι εἰς τὸν νοῦν, τὴν ὥραν καθ᾿ ἥν, μὲ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, πλησίον τῆς κοιμωμένης μικρᾶς ἀδελφῆς της. Ἀλλ᾿ ἦτο ἄρα αὐτὴ πράγματι «ἀλαφροΐσκιωτη»; Αὐτὴ τῆς ὁποίας τὰ ὄνειρα, αἱ πλάναι καὶ αἱ παρακρούσεις πολλάκις συνέβη νὰ σημαίνωσιν, ἢ νὰ δηλῶσι τί ἢ ν᾿ ἀφήνωσι παράδοξον ἐντύπωσιν. Καὶ αὐτὰ τὰ ψεύματά της, ὅσα ἔλεγε, ἐγίνοντο ἀκούσιαι ἀλήθειαι δι᾿ αὐτήν. Ὅπως, φέρ᾿ εἰπείν, ὅταν, μετὰ τὸ μαχαίρωμα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστῇ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν της, ἀπαντώσα εἰς τὰς ἐταστικᾶς ἐρωτήσεις τοῦ χωροφύλακος, ἔλεγεν: «Εἶχα πόνο καὶ ζάλη!» Καὶ συγχρόνως ἅμα τῷ λόγῳ αὐτῷ, τῆς ἤρχετο ἀληθὴς λιποθυμία, ὡσεὶ ἀνωτέρα τις, δαιμονία θέλησις νὰ ἤθελε νὰ καλύψη τὸ ψεῦδος της.
Ἡ Ἀμέρσα, κατεκλίθη ἐκ νέου πλησίον τῆς ἀδελφῆς της καὶ δὲν ἐκοιμήθη. Αἱ ἀναμνήσεις ἐξηκολούθουν νὰ τῆς ἔρχωνται, ραγδαῖα, καίτοι ὀλιγώτερον τυραννικαὶ καὶ μελανόπτεροι ἢ ὅσον εἰς τὴν μητέρα της. Καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ἐκείνας ὥρας δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀναλογίζεται καθ᾿ ἑαυτὴν τὴν τύχην τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Μούρου, ὅστις εὑρίσκετο, τώρα εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς Χαλκίδος.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170