– Γιατί εἶχες βάλει μία φωνή; ἐπέμενεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ.

– Εἶχα πόνον καὶ ζάλη, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα.

Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὡς διὰ νὰ ἐπικυρωθῆ ὁ λόγος της, τῆς ᾖλθε πράγματι λιποθυμία. Ἔκαμεν ὤχ! σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας κ᾿ ἔκυψε κάτω. Οἱ δυὸ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, συγκινηθέντες, ἐκοιτάχθησαν, καὶ ὁ πρῶτος εἶπε:

– Μά, ποῦ εἶν᾿ ἡ μάννα της;

Ὡς ὑπακούουσα εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην, ἔφθασε τρέχουσα ἡ Φραγκογιαννοῦ.

– Νὰ ἐκεῖν᾿ ἡ γριά, ποὺ τὴν τράβηξ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ ὁ γυιός της, μὲς στὸ σοκάκι! εἶπεν ὁ δεύτερος χωροφύλαξ.

Εἴτε προσέθηκε:

– Δὲν μ᾿ κρένεις, γερόντισσα, ποῦ εἶν᾿ ὁ γυιόκας σου;

Ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ἀπήντησε κ᾿ ἔτρεξε πλησίον τῆς Ἀμέρσας. Ἦτο ἐπιτηδεία ἰάτρισσα, καὶ ἦτο ἱκανὴ νὰ περιποιηθῆ τὴν κόρην της.

Ὅλα ταῦτα ἤρχοντο συχνὰ εἰς τὴν μνήμην τῆς Ἀμέρσας, κ᾿ ἐπανῆλθον ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ὥρας τῆς νυκτός, τὰς ἐσπερινᾶς καὶ ὀρθρίας, ὁπότε αὕτη ἔχανε τὸν ὕπνον της εἰς τὸν οἰκίσκον, πλησίον τῆς κοιμωμένης Κρινιῶς, τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς, ἐνῷ ἡ μήτηρ των ἀποῦσα κατὰ τὰς αὐτᾶς ὥρας ἠγρύπνει ἐπὶ νύκτας τώρα, εἰς τὸν θάλαμον τῆς λεχοῦς, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἄλλης, τῆς μεγάλης κόρης της, καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἰκίσκον μετὰ τὴν νυκτερινὴν ἔξοδον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει, ὡς «ἀλαφροΐσκιωτη» ποὺ ἦτον, κατ᾿ ἀκολουθίαν τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, εἶδεν εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς κανδήλας, τῆς καιούσης ἐμπρὸς εἰς τὴν μικρὰν παλαιὰν καὶ μαυρισμένην εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἶδεν ὅτι ἡ μικρὰ ἀδελφή της, τὸ Κρινιώ, ἐκοιμάτο ἀκόμη, καὶ δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶχε σεισθῆ ἀπὸ τὴν θέσιν της. Μόνον, ἅμα εἰσῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Κρινιώ, ὡς νὰ ἤκουσε τὸν μικρὸν θροῦν ἀμυδρῶς μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἐκινήθη ἤρεμα, ἐστέναξε, κ᾿ ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐξυπνήσῃ.