Ἡ Χαδούλα ἔκλεισε τὴν θύραν. Συγχρόνως δὲ ἤνοιξε τὸ παράθυρον.

– Μ᾿ ἐμαχαίρωσε, μάννα! ἐστέναξε μετὰ πόνων ἡ Ἀμέρσα, αἰσθανθεῖσα τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρος τὸ εἰσρεῦσαν διὰ τοῦ ἀνοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, καὶ συνελθοῦσα ἐκ τῆς λιποθυμίας.

Συγχρόνως δὲ ἀπέρριψε τὸ πάπλωμα, κ᾿ ἐφάνη αἱματωμένη ἡ φανέλα τὴν ὁποίαν ἐφόρει ἔξωθεν τοῦ ὑποκαμίσου.

– Ὦ! ἄχ! ὁ φονιάς!… ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ γῆς νὰ τὸν εὕρῃ! κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της.

Καὶ ἄρχισε νὰ ψαύῃ τὴν κόρην, καὶ νὰ ζητῇ νὰ σταματήσῃ τὸ αἷμα, καὶ νὰ ἐπιδέσῃ τὴν πληγήν. Ἀφήρεσε τὴν φανέλαν, ἐξέσυρε τὴν χερίδα τοῦ ὑποκαμίσου, κ᾿ ἐφάνη ὁ δεξιὸς βραχίων τῆς Ἀμέρσας, ἰσχνὸς καὶ ὕπωχρος ἀλλὰ καλοδεμένος καὶ νευρώδης.

Τὸ τραῦμα ἦτο μᾶλλον ἐπιπόλαιον, ἀλλ᾿ οὒχ ἧττον τὸ αἷμα ἔρρεε. Ἡ Χαδούλα μετεχειρίσθη ὅ,τι ἴσχαιμον ἐγνώριζεν, ἴσως τὸν «αἱμοστάτην» ἂν εἶχε, κ᾿ ἐπέδεσε τὴν πληγήν. Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσε τὸ αἷμα.

Ἡ Ἀμέρσα εἶχεν ἀδυνατήσει ὁπωσοῦν, ἀλλ᾿ ἦτο ἰσχυρά, θαρραλέα καὶ δὲν ἐφοβεῖτο. Πράγματι μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, χάρις εἰς τὰς φροντίδας τῆς μητρός της, ἐπουλώθη τὸ τραῦμα.