Τὰ δυὸ μικρὰ κοράσια τῆς ἀσθενοῦς ἐκάθισαν σιμὰ εἰς τὰ γόνατα τῆς Φραγκογιαννοῦς, γλειφίδικα, καὶ ζητοῦντα θωπείας. Ἡ Γιαννοῦ ἐθώπευσεν τὰ σιαγόνια των καὶ τοὺς λαιμοὺς των, τόσον δυνατά, ὥστε ἠσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἓν ἐφώναξε:

– Μάννα!

Ἀλλ᾿ ἡ μάννα ἦτον δι᾿ αὐτὰ ὡς νὰ μὴν ὑπῆρχε, καὶ τὰ δυστυχῆ πλάσματα δὲν ἦσαν εἰς ἡλικίαν οὔτε νὰ αἰσθανθῶσι τὴν ἔλλειψιν, οὔτε νὰ δύνανται τουλάχιστον νὰ τὴν ἀναπληρώσωσι. Τὸ μικρὸν ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὁμήλικόν με τὸ κοράσιον τὸ ἓν, ὡς νὰ ἦσαν δίδυμα, ἔκλαιε κι ἐζήτει «νὰ σηκωθῆ ἡ μάννα του νὰ τοῦ κάμῃ γριὰ στὸ τηγάνι».

– Τώρα, γυιέ μου, ἐγὼ νὰ σοῦ κάμω γριά, εἶπε τυχαίως ἡ Φραγκογιαννοῦ.

– Δὲν ἔχουμε ἀλεῦρι, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν δυὸ κορασίων.

– Καλά· νὰ ἔλθῃ ὁ πατέρας νὰ φέρῃ ἀλεῦρι, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ πρὸς τὸ παιδίον, κ᾿ ἐγὼ νὰ σοῦ κάμω «γριά»! Ἡσύχασε τώρα.

Ἀλλὰ τὸ ἀγόρι δὲν τὰ ἤκουεν αὐτά.

– Γριὰ θέλω, καὶ νά ῾ναι ζαρωμένη γριά! Νά ῾χη καὶ πετμέζι.

– Ποῦ νὰ βρεθῆ τὸ πετμέζι, γυιέ μου; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Μεθαύριο νὰ μαυρίσουν τὰ σταφύλια στ᾿ ἀμπέλι, νὰ τὰ τρυγήσουμε, νὰ κόψουμε τὰ ξεκούδουνα ἀπ᾿ τὰ κλήματα, νὰ κάμουμε πολύ-πολὺ πετμέζι νὰ φάῃ τὸ καλὸ παιδί. Πῶς σὲ λένε;