Εὐθὺς κατόπιν οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἵτινες διὰ νὰ φθάσουν ἕως τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκετο ὁ βοσκὸς ἦτο ἀνάγκη νὰ χαμηλώσουν καὶ διέλθουν τὸ ρεῦμα, μεταξὺ τῆς πυκνῆς λόχμης –καὶ τὴν περίστασιν ταύτην εἶχεν ἐπωφεληθῆ ὅπως φύγη ἡ Φραγκογιαννοῦ– ἔφθασαν πλησίον τοῦ Λυρίγκου. Ὁ βοσκὸς ἐν τῷ μεταξὺ ἐκοίταζε τὰ αἰγοπρόβατά του, τὰ ἐφώναξε: «Τίβι! τίβι!… όϊ! όϊ!…» Ἐπροσπάθει νὰ τὰ συμμαζέψῃ καὶ τὰ φέρῃ πρὸς τὸν ἀνήφορον, διὰ νὰ τὰ ὁδήγησῃ πρὸς τὴν ράχιν τὴν μεσημβρινήν, ὅπου εὑρίσκετο ἡ στάνη του.

Οἱ δυὸ ἄνδρες ἐχαιρέτησαν τὸν Λυρίγκον. Εἴτε τὸν ἠρώτησαν ἂν εἶδε «κείνη τὴν παλιογυναῖκα, πῶς τὴν λέν, τὴν Φραγκογιαννοῦ».

Ὁ Λυρίγκος εἶπεν ὄχι.

Ὁ εἷς τῶν χωροφυλάκων ὕβρισε τὸν βοσκόν.

– Ψέματα λές! Ἐγὼ τὴν εἶδα!…

Οὔτε ἐπέμενεν ὅτι εἶχεν ἰδεῖ τὸν ἴσκιον, τὸν «διακαμόν» ἢ τὸ «διάνεμα», καθὼς ἔλεγε, τῆς γραίας, ν᾿ ἀναρριχᾶται ὡς γάττα εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ. Ὁ ἄλλος δὲν εἶχεν ἰδεῖ οὔτε ἰσχυρίζετο τίποτε.

Ὁ πρῶτος, μὲ τὰ τσαρούχια του, ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναρριχηθῆ εἰς τὸν βράχον. Ἀλλὰ μετὰ τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ᾿ ἔπεσε, κτυπήσας ἐλαφρῶς εἰς τὸ γόνυ.