Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἡ θύρα ἐβυθίσθη πρὸς τὰ ἔσω. Ὁ εἷς χωροφύλαξ εἰσεπήδησε μετὰ κρότου εἰς τὸ πάτωμα.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν, ἔκυπτε, καὶ ἦτο τυλιγμένη ἕως τὴν μύτην εἰς τὸ πάπλωμα.

– Ποῦ εἶν᾿ αὐτός, ὁ σκιᾶς; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ χωροφύλαξ.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησεν.

Ὁ στρατιωτικός, ὅστις δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ οὔτε τὴν φυγὴν τοῦ Μούρου, οὔτε τὴν ἀνατροπὴν καὶ πτῶσιν τοῦ ἰδίου συστρατιώτου του, ἴσως διότι ἡ στιγμὴ ἐκείνη συνέπεσεν ἀκριβῶς μὲ τὴν παραβίασιν τῆς θύρας, καὶ ὁ εἷς κρότος ἔπνιγε καὶ ἐβώβαινε τὸν ἄλλον, ἐξήτασεν ὅλον τὸν πρόδομον ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀμέρσα, εἶτα μετέβη δρομαίως εἰς τὸν χειμερινὸν θάλαμον, εἶτα εἰς τὸν θαλαμίσκον. Κανένα δὲν εὗρε. Μόνον ἡ κλαβανὴ ἦτον ἀνοικτή.

Μετὰ μίαν στιγμήν, ἀνήρχετο καὶ ὁ δεύτερος ὁμόσκηνός του.

– Τὸ ῾στριψε;

– Τόδωκε ἀπ᾿ τὴν καταρρήχωση, χάμου…

– Καὶ τὸν ἐχούιαξες;… Δὲν τὸν ἐπρόκαμες;

– Ἔφαγα κατραπακιά!… Ἄ! μὰ φευγάλα… Ἑφτὰ μίλια τὴν ὥρα!…

– Ἄχ! ἔκαμεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ, κάμπτων τὸν λιχανόν της δεξιᾶς χειρός, καὶ φέρων αὐτὸν εἰς τὸ στόμα, ὡς διὰ νὰ τὸν δαγκάση, μετὰ σείσματος βιαίου της κεφαλῆς. Μᾶς πρέπει γιὰ νὰ μᾶς τὰ ξηλώσουνε!