– Πῶς τὸ βλέπεις, μάννα;

– Πῶς νὰ τὸ ἰδῶ;… Μωρὸ παιδὶ εἶναι… νά, ποὺ ᾖρθε στὸν κόσμο κι αὐτό!… ἐπρόσθεσε μὲ στρυφνὸν καὶ ἀλλόκοτον ἦθος ἡ γραῖα.

Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἡ λεχῶνα ἀπεκοιμήθη ἡσυχώτερα. Ἡ γραῖα μόλις ἔκλεισεν ὀλίγον τὰ ὄμματα τὴν ὥραν τοῦ ὄρθρου, μετὰ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Ἐξύπνησεν ἀπὸ τὴν φωνὴν τῆς κόρης της, τῆς Ἀμέρσας, ἥτις ᾖλθε λίαν πρωὶ ἀπὸ τὸν μικρὸν οἰκίσκον, τὸν γειτονικὸν ἀνυπομονοῦσα νὰ μάθῃ πῶς εἶναι ἡ λεχῶνα καὶ τὸ μωρόν, καὶ πῶς εἶχε περάσει τὴν νύκτα ἡ μάννα της.

Ἡ Ἀμέρσα, ἡ δευτερότοκος, ἦτον ἀνύπανδρη, γεροντοκόρη ἤδη, ἀλλὰ προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ὀνομαστὴ δὲ ὑφάντρια· ἦτον μελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης, –καὶ τὰ προικιά της καὶ τὰ στολίδια τὰ κεντητά, τὰ ὁποῖα μόνη της εἶχε κατασκευάσει, εὑρίσκοντο κλεισμένα ἀπὸ χρόνων πολλῶν εἰς μεγάλην ἄκομψον κασσέλαν, καὶ τὰ ἔτρωγεν ὁ σκόρος καὶ τὸ σαράκι.

– Καλημέρα!…Πῶς εἶστε;…Πῶς περάσατε;

– Ἐσύ ῾σαι, Ἀμέρσα;… Νά, πέρασε κι αὐτὴ ἡ νύχτα.

Ἡ γραῖα μόλις εἶχεν ἐξυπνήσει, κ᾿ ἔτριβε τὰ ὄμματα τραυλίζουσα. Ἠκούσθη θόρυβος εἰς τὸ πλαγινὸν μικρὸν χώρισμα. Ἦτον ὁ Νταντὴς ὁ Τραχήλης, ὁ σύζυγος τῆς λεχῶνας, ὅστις ἐκοιμάτο ἐκεῖθεν τοῦ λεπτοῦ ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ἑνὸς ἄλλους κορασίου κ᾿ ἑνὸς παιδίου μικρᾶς ἡλικίας, καὶ εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν στιγμὴν ἐκείνην. Ἑμάζευε τὰ ἐργαλεῖα του – σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπάγῃ στὸν ταρσανᾶν, ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ μεροκάματον.