– Μωρή! σ᾿ ἔφαγα… τώρα θὰ πιῶ τὸ αἷμα σου! ἔκραξεν ὁ Μοῦτρος, μὴ ἔχων ποῦ ἀλλοῦ νὰ ξεθυμάνῃ καὶ ἀπειλῶν ἄνευ αἰτίας τὴν ἀδελφήν του.

– Σιώπα!…σιώπα! ἐψιθύρησεν ἡ Ἀμέρσα. Πὼ πώ, Θεέ μου! Δυὸ «ταχτικοί»! κάτω στὸ κατώι… ψάχνουν… ψάχνουν… Τί γυρεύουν;

Ἔβλεπε τοὺς δυὸ χωροφύλακας ν᾿ ἀποκομίζουν τὰ μικρά, ἄξεστα ὅπλα, τὰ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὡς καὶ τὸν τροχὸν καὶ τὰς ἀκόνας. Εἶτα αἴφνης τοὺς εἶδε νὰ κύπτουν πρὸς τὴν γωνίαν, ὅπου ἵστατο ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς τὴν μητρός της, καὶ εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα νὰ λαμβάνῃ εἰς τὰς χεῖρας του τὴν σαΐτταν ἢ κερκίδα, ἥτις θὰ τοῦ ἐφάνη ἴσως καὶ αὐτὴ ὡς ὅπλον – ἀφοῦ μάλιστα καλεῖται καὶ σαΐττα. Ὁ ἄλλος ἐδοκίμασε ν᾿ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸν ἐργαλεῖον τὸ ἀντίον, τὸ μέγα κυλινδροειδὲς ξύλον, περὶ τὸ ὁποῖον τυλίγεται τὸ νεοΰφαντον πανίον· ἴσως δὲν εἶχεν ἰδεῖ παρόμοιον πρᾶγμα εἰς τὴν ζωήν του, κ᾿ ἐφαντάζετο ὅτι καὶ αὐτὸ ἴσως θὰ ἦτο καλὸν διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ὅπλον.

Ἡ Ἀμέρσα, ἰδοῦσα ἀφῆκε κραυγὴν πεπνιγμένην. Ἠθέλησε νὰ φωνάξῃ ν᾿ ἀφήσουν τὸ ἀντὶ καὶ τὴν σαγίττα, ἀλλ᾿ ὁ ἦχος ἐξέπνευσεν εἰς τὸ στόμα της.