Ἡ Φραγκογιαννοῦ ποτὲ δὲν θὰ ἐκάλει τὸν ἰατρόν. Δὲν ἤθελε νὰ γνωσθῇ ὅτι ὁ υἱός της εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του. Εἰς ὅλας τὰς καλοθελητρίας μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν, ὅσαι τὴν ἠρώτων, πότε μετὰ προσποιητῆς ἀγανακτήσεως, πότε μετὰ γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ὅτι ὁ Μοῦρος εἶχε τραυματίσει τὴν κόρην της. Ἐνδιεφέρετο πρὸ πάντων νὰ μάθη ἂν ὁ Μιχάλης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν χωροφυλάκων, καὶ ἂς ἐπήγαινεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!

Τῷ ὄντι, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ υἱός της ἐμβαρκάρισε κρυφὰ τὴν νύκτα, μὲ ἓν πλοῖον, ὡς ναύτης, κ᾿ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου ἦτον βολικὸς καὶ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ τὸν ναυτολόγηση. Ἦτο δὲ τότε ὁ Μοῦρος σχεδὸν εἰκοσαετής, ἡ δὲ Ἀμέρσα ἦτο μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν.

Παρῆλθε χρόνος ἐωσότου ἡ οἰκογένεια λάβη εἰδήσεις περὶ τοῦ φυγάδος. Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ἀόριστος φήμη, ὅτι ὁ Μωρὸς διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. Αἱ ἀδελφαί του, ὅταν τὸ ἤκουσαν, εἰς τὸν κόσμον εἶπαν ὅτι δὲν ἠξεύρουν τίποτε, καὶ ὁλοψύχως ηὔχοντο νὰ ἦτο ψευδὴς ἡ φήμη. Ἀλλ᾿ ἡ μήτηρ ἐνδομύχως ἐπίστευεν εἰς τὸ ἀληθές της εἰδήσεως.