Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν ἐκδούλευσιν αὐτήν, ἡ Γιαννοῦ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένει ἔλεος ἀπὸ τὸν χωροφύλακα. Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμνε τὸ καθῆκον του. Ἂς ἔλειπαν αἱ περιποιήσεις τὰς ὁποίας θὰ τῆς ἔκαμναν, ἂν αὐτὴ ἔπεφτε στὰ χέρια των, καὶ ἂν ἔμελλον νὰ τὴν ὀνομάζουν «σταυρομάννα»!! Εἶχε παρατηρήσει ἄλλοτε, εἰς τὰς περιπετείας καὶ τὰ βάσανα ὅσα εἶχεν ὑποφέρει ἐξαιτίας τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μούρτου, ὅτι τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν ὅταν ὁ καταζητούμενος ἀνθίσταται, ὅταν αὐθαδιάζῃ, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν φεύγῃ, καὶ ἀναγκάζωνται αὐτοὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν, ὥστε νὰ βγαίνῃ ἡ ψυχὴ τοὺς ἀνάποδα… Ὤ! βέβαια ἔχουν δίκαιον τότε νὰ σκληρύνωνται, καὶ νὰ γίνωνται θηρία ἀνήμερα· ὅθεν καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ, φεύγουσα, καὶ βιάζουσα αὐτοὺς νὰ τρέχουν δὲν ἐπερίμενεν ἔλεος ἀπ᾿ αὐτούς.

Ἐκεῖ ὅπου ἵστατο συλλογισμένη, ἀκούει βήματα ὄπισθέν της, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον πρὸς ἐκεῖνο ἐξ οὗ αὐτὴ ᾖλθε. Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἦτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ἤρχετο μὲ πατήματα λοξά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν σκύλον του, ὅστις ἐγρύλισεν ἅμα εἶδε τὴν γυναῖκα. Ἀλλ᾿ ὁ ἀφέντης του τὸν ἐμάλωσε.