Καὶ δράξασα μετὰ βίας τὸ ἓν σῶμᾳ, τὸ μικρότερον, περὶ τοῦ ὁποίου ἦτο σχεδὸν βεβαία ὅτι ἦτον νεκρὸν ἤδη, τὸ μετέφερε πλησίον ἑνὸς δένδρου, διὰ νὰ τὸ κρεμάσῃ ἀνάποδα, ὡς ἔλεγε.

– Ποῦ εἶν᾿ ἕνα σκοινάκι;… Νά, βλέπω ἕνα σπάγγον μὲ καλαμιά! Καλά, θὰ χρειαστῆ.

Ἔνευεν ἀνυπομόνως εἰς τὴν ἄρρωστην γυναῖκα, νὰ τῆς φέρῃ πλησίον τὴν καλαμιά, μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζαν πρὸ μικροῦ αἱ δυὸ κορασίδες.

Ἡ γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἐν ἀπορίᾳ, ἐν τρόμῳ, ἐν ἀγωνίᾳ, μὲ ἀσθενῆ φωνὴν εἶπε:

– Μὰ ποῦ ῾ναι ὁ πατέρας τους;

– Ἐμένα ρωτᾷς; εἶπεν ἡ Γιαννοῦ.

– Δὲν φωνάζεις;… Δὲν μπορῶ νὰ σκούξω, δὲν ἔχω καρδίτσα, χριστιανή μου… Ἴσως νὰ εἶναι ἀποκάτω, στὸ χωράφι.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀποθέσασα πρὸς ὥραν τὸ μικρὸν σῶμα καταγῆς, εἶχε τρέξη δυὸ βήματα, καὶ λύσει τὴν καλαμιᾶν μὲ τὸν σπάγγον, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ τὸν λύση ἢ τὸν κόψη, ὅπως δέση δι᾿ αὐτοῦ τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς πνιγμένης εἰς τὸν κλώνα τῆς κερασέας, καὶ κρέμαση τὸ σῶμα κατὰ κεφαλῆς.

Συγχρόνως, ἀπαντώσα εἰς τὴν ἐπίκλησιν τῆς γυναικός, ἐφώναξε μὲ ἀγρίαν, ἀλλόκοτον φωνήν: