Ἔδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφᾶς, ἐξετέλει ἐντριβᾶς, ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικᾶς καὶ ἀναιμικᾶς κόρας, διὰ τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας. Μὲ τὸ καλάθιον ὑπὸ τὸν ἀγκῶνα τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὰ δυὸ τελευταῖα τέκνα της, τὸν Δημητράκην, ὀκτὼ ἐτῶν, καὶ τὴν Κρινιώ, ἑξαετίδα, ἐξήρχετο εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀνέβαινεν εἰς τὰ ὄρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας καὶ ρεύματα, ἔψαχνε νὰ εὕρῃ τὰ βότανα, ὅσα αὐτὴ ἐγνώριζε –τὴν ἀγριοκρομμύδα, τὴν δρακοντιά, τὸ τρίμερο καὶ ἄλλ᾿ ἀκόμη– τὰ ἔκοπτεν ἢ τὰ ἐξερρίζωνεν, ἐγέμιζε τὸ καλάθιόν της, κ᾿ ἐπέστρεφε τὸ βράδυ εἰς τὴν οἰκίαν.

Μὲ αὐτὰ τὰ βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ κατὰ τῶν χρονίων πόνων, τοῦ στήθους, τῆς κοιλίας, τῶν ἐντέρων, κτλ. Τῇ βοηθείᾳ ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὀλίγα κερδίζουσα, ἀλλ᾿ οἰκονόμος, κατώρθωσε, μὲ τὸν καιρόν, νὰ κτίσῃ τὴν μικρὰν φωλέαν της. Ἀλλ᾿ οἱ νεοσσοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξεπετοῦν ἤδη, νὰ φεύγουν εἰς τὰ ξένα!