Φαίνεται ὅτι ἐξετέλει ἐντολὴν τοῦ πατρός της, μὴ θέλοντος νὰ ἐνοχλῶσιν οἱ διαβᾶται τὴν ἄρρωστην. Αὕτη, ἄλλως, εὑρίσκετο πράγματι ἐντὸς τῆς καλύβης, καίτοι τὰ παράθυρα ἦσαν κλειστά, ἴσως διὰ νὰ μὴν τὴν βλάπτῃ ὁ ἑσπερινὸς ἀὴρ τοῦ ρεύματος. Φαίνεται ὅτι ὁ σύζυγός της πρὸ ὀλίγου μόνον εἶχε κατέλθει εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, πρὸς μικρὰν συμπληρωματικὴν ἐργασίαν, καὶ εἶχεν ὀκνήσει ἢ νομίσει περιττὸν νὰ κλείσῃ καὶ τὴν θύραν τοῦ περιβόλου τοῦ λαχανοκήπου.

Ἡ γραῖα Χαδούλα ἠρώτησε καὶ πάλιν:

– Κ᾿ εἶναι στὸ χωριό, ἡ μάννα σας; Καὶ σεῖς πῶς εἶστε ῾δῶ μοναχά σας;

– Εἶναι πατέλας ζῶ, εἶπεν ἡ μικρά.

– Ποῦ;

– Ἐκεῖ κάτω, ἔδειξεν ἡ μικρά.

– Καὶ τί κάνει;

Ἡ παιδίσκη ἔσειε τοὺς ὤμους. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Τέλος ἐπρόφερεν:

– Ἔχει ζ᾿λειά. (ἔχει δουλειά)

– Πῶς σὲ λένε, κορίτσι μου;

– Μένα; Μ᾿σούδα (Μυρσούδα).

– Καὶ τὴν ἀδερφή σου;

– Τούλα (Ἀρετούλα).

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐσκέφθη:

«Θὰ φωνάξουν, τάχα;… Θ᾿ ἀκουστῆ; Ποῦ ν᾿ ἀκουστῆ!… Πρέπει νὰ κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αὐτός, ὅπου εἶναι, τώρα σὲ λίγο, θὰ ῾ρθῆ δῶ, γιατί θὰ σουρουπώση, καὶ δὲν θὰ βλέπῃ νὰ κάνῃ δουλειὰ ἐκεῖ κάτω… Καὶ πρέπει νὰ φεύγω τὸ γληγορώτερο, χωρὶς νὰ μὲ ἰδῆ, ὅπως δὲν μὲ εἶδε ὡς τώρα».