Ζ´

Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βῆχα καὶ τὸν κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δυὸ χεῖρας τὸ μέτωπον, καὶ εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. Οὔτε ἡ πνοή της ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ ἡμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον.

Αἴφνης ἡ λεχῶνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμοῦ, ἐν μέσῳ, τῆς ἄκρας ἠρεμίας.

– Τ᾿ εἶναι μάννα; εἶπε.

Ἡ μήτηρ της βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου.

– Τ᾿ εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες;

– Μοῦ φάνηκε πῶς κάτι εἶπες… πῶς μ᾿ ἐφώναξες, μὲς στὸν ὕπνο μου.

– Ἐγώ;… ὄχι. Τ᾿ αὐτιά σου κάμανε.

– Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα;

– Τί ὥρα; ξέρω ῾γω;… Τόσες φορὲς λάλησε καὶ ξαναλάλησε τ᾿ ὀρνίθι.

– Καὶ σὺ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα;