– Γιώργη τόνε λέμε, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον κοράσιον.

– Ἐσένα;

– Δαφνώ.

– Κ᾿ ἐσένα; ἠρώτησεν ἡ Γιαννοῦ τὸ μικρότερον θυγάτριον.

– Ἀνθή.

– Νὰ ζήσετε!

– Καὶ πότε θὰ τὰ κόψουμε, θειά, τὰ σταφύλια; ἐφώναξε τὸ ἀγόρι. Δὲν πᾶμε τώρα στ᾿ ἀμπέλι νὰ τὰ κόψουμε;

– Ὄχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.

– Ταχιὰ τό-ταχύ; εἶπεν ὁ Γιωργῆς.

– Ναί, γυιόκα μου. Ἀπόψε θὰ δέσουν οἱ ρᾶγες, καὶ θὰ γλυκάνουν, καὶ θὰ μαυρίσουν, καὶ ταχιὰ τό-ταχὺ θὰ πάρουμε τοὺς τρυγολόγους νὰ τρέξουμε στ᾿ ἀμπέλι, νὰ τρυγήσουμε, νὰ τὰ κάμουμε κότσι-κότσι, τὰ σταφύλια, τὰ ξεκούδουνα, νὰ τὰ πατήσουμε, νὰ τὰ λυώσουμε, καὶ θὰ κάμουμε μουστόπιττες καὶ πετμέζια καὶ χίλια λογιῶν καλά… καὶ τότε, θὰ σοῦ κάμω ἐγὼ μία γριά, ζαρωμένη, ἴσα με τὸ τηγάνι μεγάλη!

– Σέλω να᾿ ναὶ πουλύ, πουλὺ μεγάλη! εἶπεν ὁ μικρός.

– Μεγάλη γριά, ἴσα μ᾿ ἐμένα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ.

Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ μικρότερον τῶν δυὸ κορασίων, τὸ Δαφνώ, καθὼς ἐκοίταζεν ἐναλλὰξ τὸν λύχνον καὶ τὴν Φραγκογιαννοῦ μὲ τεθηπὸς βλέμμα, ὡς νὰ ὑπνωτίσθη ἀπὸ τὸ ὄμμα τῆς γραίας, ἐνύσταξε, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι του πρὸς τὴν ἑστίαν, καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἡ Γιαννοῦ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χεὶρ τῆς ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψη κάπως δυνατώτερα τὸν λαιμὸν τοῦ κορασίου. Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη δρομαῖον βῆμα ἔξωθεν, ἡ θύρα ἠνοίχθη, καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καμπαναχμάκης.