– Τί κάνεις; ἔκραξεν ἔντρομος ἡ γραῖα.

Ἡ λεχῶνα ἐπετάχθη, ἀνεπήδησε.

– Τί εἶναι, μάννα;

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της.

– Τίποτα· θέλησα νὰ τὸ κάμω νὰ λουφάξη, νὰ μὴν κλαίῃ, ἀπήντησεν.

Ἡ γραῖα μάμμη ἔκυψε πρὸς τὴν κούνιαν.

– Πηγαίνω τώρα, ἔφεξε, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ… Δῶσε τῆς λεχῶνας τὸ γιατρικὸ ποὺ ἔβρασα νὰ τὸ πιῇ!

Καὶ πάραυτα ἐξῆλθεν. Ἔτρεξε μὲ βῆμα δρομαῖον ν᾿ ἀπομακρυνθῆ τάχιστα. Ἐπῆρε τὸν ἐπάνω δρόμον, κατὰ τὸ δάσος, διὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ὅπου ἦτον ἡ στάνη.

Ἦτο γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Μαΐου. Ἡ κυανωπὴ καὶ ροδίνη ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ ἔχριε μὲ ἀπόχρωσιν μελιχρᾶν τὰ χόρτα καὶ τοὺς θάμνους. Ἠκούετο ὁ μινυρισμὸς τῶν ἀηδόνων εἰς τὸ δάσος, καὶ τ᾿ ἀναρίθμητα μικρὰ πουλιὰ ἐτέλουν ἐκθύμως, ἀπλήστως, τὴν συναυλίαν τῶν τὴν ἄφατον.

Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀπεμακρύνθη πολλὰ βήματα, ἤκουσε βραχνὴν κραυγὴν ὄπισθέν της. Ἦτο ἡ γραῖα, ἡ μήτηρ τῆς λεχῶνας· ἔξαλλος, τραβοῦσα τὰ μαλλιά της, εἶχε τρέξει ἔξω τῆς καλύβης, κ᾿ ἐφώναζε:

– Πιᾶστε την!… Πιᾶστε την! Μᾶς ἔκαμε φονικό!