Ἡ Φραγκογιαννοῦ τοὺς εἶδε πρώτη κ᾿ ἐτρόμαξεν. Ὁ ἥλιος, ὅστις κατέλαμπε τὰ φύλλα, ἔκαμνε νὰ γυαλίζουν καὶ τὰ κομβία τῆς στολῆς τῶν τὰ πρὸ μακροῦ χρόνου ἀγυάλιστα. Ἦσαν οἱ χωροφύλακες.

Πάραυτα ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔστρεφε τὰ νῶτα πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον, κ᾿ ἔτρεξε πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ πετρώδους βουνοῦ, πρὸς δυσμᾶς.

Ὁ βοσκὸς ἐφώναξεν ἔκπληκτος:

– Ποῦ πᾶς, θεία-Γαρουφαλιά;

– Σιώπα! παιδί μου, τοῦ ἐσύριξεν ἔντρομος ἡ γυνή, ἂν ἀγαπᾷς τὸν Χριστό! Ἔρχονται ταχτικοί!… Νὰ μὴν πῇς πῶς μὲ εἶδες!

– Ταχτικοί;

– Νὰ μὴ μὲ μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ἡσύχασε!… Ἂν γλυτώσω τώρα, τὴν νύχτα θα᾿ ρθῶ στὸ καλύβι σας…

Καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ πασουμάκια της, τὰ ὁποῖα ἐξερχομένη ἀπὸ τὴν γούρναν εἶχε φορέσει, καὶ τὰ ἔρριψε μέσα στὸ καλάθι, ἄρχισε ν᾿ ἀναρριχᾶται ἐλαφρὰ πατοῦσα, ἀνυπόδητη, μὲ τὸ καλάθι της περὶ τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα, μὲ τὸ ραβδὶ τῆς εἰς τὴν χεῖρα τὴν δεξιάν, τὸν κρημνὸν τὸν ἀνωφερῆ, ὅπου μόνον τὰ ὀλίγα ἐρίφια, ὅσα ἦσαν μεταξὺ τῶν προβάτων τοῦ Λυρίγκου, θὰ ἠδύναντο ν᾿ ἀναρριχηθώσι.

Μετ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἀφοῦ ἀνῆλθεν εἰς ὕφος ὀλίγων ὀργυιῶν, ἐκρύπτετο ὄπισθεν τοῦ πρώτου προέχοντος βράχου, κ᾿ ἐγίνετο ἄφαντη.