– Γιὰ τοῦτο ἔβλεπα κάτι ἀνάποδα ὄνειρα, ζάβαλε!…

Ἡ Δελχαρώ, ἀνακύψασα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τοῦ λίκνου, συνέχουσα τοὺς λυγμούς της, εἶπε:

– Μάννα, δὲν θὰ φέρῃς τὰ ρουχάκια του, νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε;… Ποῦ εἶν᾿ ἡ Ἀμέρσα;

Ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ἀπήντησε.

– Ποῦ εἶναι ἡ Ἀμέρσα, μάννα; ἐπανέλαβε, ψαύσασα τὸν ἀγκῶνα τῆς μητρός της ἡ Δελχαρώ.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀνετινάχθη ὡς νὰ τὴν ἔθιξεν ἄκανθα ἢ κέντρον νάρκης.

– Ἡ Ἀμέρσα, ποῦ εἶναι; στὸ σπίτι μας… ἀπήντησε.

– Δὲν εἶχεν ἔρθει ῾δῶ ἡ Ἀμέρσα; Μοῦ φάνηκε πῶς ἄκουσα τὴ φωνή της μὲς στὸν ὕπνο μου, εἶπεν ἡ λεχῶνα.

– Ἂς πάῃ νὰ τὴν φωνάξη, εἶπεν ἡ γραῖα, νεύουσα μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματός της πρὸς τὸν γαμβρόν της.

– Κωνσταντῆ, πᾶς νὰ φωνάξης τὴν Ἀμέρσα; εἶπεν ἡ λεχὼ πρὸς τὸν σύζυγόν της.

– Πάω. Ἀκοῦς, λέει!… Ὤχ! κρῖμα, ζάβαλε!… Καλὰ ποὺ τὸ βαφτίσαμε κιόλας.

Ὁ Νταντῆς ἔκυψεν εἰς τὸ πάτωμα τοῦ μικροῦ προδόμου εἰς τὸ σκότος, ψηλαφῶν νὰ εὕρη τὰ παλιοπάπουτσά του νὰ τὰ φορέσῃ. Ἔκαμνε μικρὸν θόρυβον, κρούων διάφορα ζεύγη παλαιῶν τσόκαρων πρὸς ἄλληλα καὶ ἐπὶ τῶν σανίδων τοῦ πατώματος.