Τὸ λευκάζον καὶ κιτρινωπὸν ράκος τῆς ἔφυγεν ἀπὸ τὴν χεῖρα· τὸ ἐπῆρεν ὁ ἄνεμος, καὶ τὸ ἔρριψεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν ὤμων τῆς γυναικός.

– Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σάβανό μου! ἐψιθύρισε πικρῶς μειδιώσα ἡ Φραγκογιαννοῦ.

Τέλος, καθὼς ἐκάθισε κάτω ἐπὶ τοῦ βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικρὰν φελοῦκαν, νὰ ἔρχεται παραπλέουσα τὴν ἀκτήν. Εἶχε μικρὸν ἱστίον καὶ δυὸ κουπιά, τὰ ὁποῖα ἔτυπτον ραθύμως τὸ κῦμα. Ἔπλεεν ἐξ ἀνατολῶν κ᾿ ἐπλησίαζε πρὸς τὸν ἔρημον βράχον, εἰς τὸ ἄσυλόν της. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἠσθάνθη σκίρτημα ἐλπίδος μέσα της. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου, διὰ νὰ κατοπτεύση καὶ ἴδῃ ἂν θὰ ἐγνώριζε τοὺς ἐπιβαίνοντας. Ὅταν ἡ φελοῦκα ἐπλησίασεν, εἶδεν ὅτι ὁ εἷς ἐκ τῶν τριῶν ἐπιβατῶν της, ὅστις ἔσυρε τὴν «συρτήν» ἀπὸ τὴν πρύμνης, ἐφόρει στρατιωτικὴν στολήν. Κάποιος παρεπιδημῶν ἀπόστρατος, ἀγαπῶν τ᾿ ὀψάρευμα, εἶχεν ἐξέλθει πρὸς ἄγραν, ὁμοῦ μὲ δυὸ ἐξ ἐπαγγέλματος ἁλιεῖς. Ἡ Φραγκογιαννοῦ μόνον εἶδεν ὅτι ἦτο «ταχτικός», καὶ γελασμένη ἐκρύβη βαθύτερα ὄπισθεν τοῦ βράχου.

Τὴν νύκτα ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν κρύπτην της, μέσα εἰς τὴν ὑγρᾶν ἅλμην τῆς Σπηλιᾶς. Βόμβοι ἐθορύβουν εἰς τὰ ὦτα της. Τὸ κῦμα ὑπὸ τοὺς πόδας τῆς ἐρρόχθει, μὲ παρατεταμένους ὠρυγμοὺς λύσσης. Βαθιά, μέσα εἰς τὰ στέρνα τῆς ἤκουε τὰ κλαυθμυρίσματα τῶν ἀκάκων νηπίων. Ὑπόκωφοι συριγμοὶ τοῦ μακρινοῦ ἀνέμου ἤρχοντο εἰς τὰς ἀκοᾶς της. Ὁ νεκρώσιμος χορὸς τῶν κορασίδων, μὲ ηὐξημένον τὸν φρικώδη ὁρμαθόν, ἐχοροπήδα τριγύρω της. «Εἴμαστε παιδιά σου! –Μᾶς ἐγέννησες! –Φίλησέ μας! – Δῶσε μας μαμμᾶ! – Πάρε μας στολίδια, στολίδια ὄμορφα! – Χάιδεψέ μας! – Δὲν μᾶς ἀγαπᾷς;»