– Ἔχω κλειδώσει τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα, παιδάκι μου… ἀπ᾿ τὸ σαστισμό μου, τί νὰ κάμω! Μοῦ ἤτανε γραφτὸ νὰ πάθω, τὰ ῾παθα. Ἔτσι νά ῾χης πολὺ καλό, Μαρουσώ μου, δὲν κοιτάζεις κρυφά, κρυφὰ ἀπὸ τὸ παντζοῦρι ἐκεῖνο;… νὰ ἰδῆς ἂν εἶναι ὁ Κυριάκος κάτω ἢ ἔχει τραβήξει;
Ἡ Μαρουσὼ ᾖλθε πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν παράθυρον, κ᾿ ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρόμον. Εἶτα ἐπιστραφεῖσα εἶπεν:
– Εἶναι παραπέρα, ἐκεῖ… Στέκονται στὸ δρόμο μαζὶ μ᾿ ἕνα γέρο ἀπόμαχον… Ἔχουν πιάσει κουβέντα μὲ τὸν γείτονά μας τὸν ψαρά, τὸν Φραγκούλη.
– Καὶ κοιτάζουν κατὰ δῶ;
– Κοιτάζουν στὴν ἀμμουδιά, πέρα.
Ἡ γραῖα ἦτο ἔμφοβος, κ᾿ ἔφερε τὰς χεῖρας περὶ τὸ πρόσωπον, ὡς διὰ νὰ τραβήξη τὰ τσουλούφια της, ἢ νὰ σχίση τὰ μάγουλά της.
Ἡ Μαροῦσα τὴν ὤκτειρε.
– Δὲν κάθεσαι, θεία-Χαδούλα;… Μὴ φοβᾶσαι… Ὅ,τι εἶναι, θὰ περάση… Κάθισε, νὰ σοῦ κάμω καφεδάκι νὰ πιῆς.
Ἡ Γιαννοῦ μετὰ δισταγμοῦ ἐρρίφθη ἐπὶ τίνος χαμηλοῦ σκαμνίου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ μαγειρείου, ὅπου ἐγίνετο ὁ διάλογος.
Ἡ οἰκία ἐφαίνετο εὐπορούσης οἰκογενείας, καὶ εἶχε πολλὰ χωρίσματα, κ᾿ ἐπίπλωσιν εὐπρεπῆ.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170