Μετ᾿ ὀλίγον τῷ ὄντι, ἀφοῦ ἡ Γιαννοῦ ἐξῆλθε τῆς κρύπτης, καὶ βαίνουσα παρὰ τὸ ρεῦμα ἔνευεν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ἀναζητοῦσα βότανα, ἐπλησίασε τὸ κοπάδι τῶν προβάτων μεικτὸν μετὰ τίνων αἰγῶν καὶ ὁ βοσκὸς ἐνεφανίσθη. Ἡ Γιαννοῦ τὸν ἀνεγνώρισεν ἀμέσως. Ἦτον ὁ καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Ἅμα εἶδε τὴν γραῖαν, ἄρχισε νὰ φωνάζει μακρόθεν:
– Καὶ ποὺ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, θεία-Γαρουφαλιὰ (Ὁ Λυρίγκος ἀνεγνώρισε τὸ πρόσωπον, ἀλλά, φαίνεται, δὲν ἐνθυμεῖτο καλῶς τὸ ὄνομα). Καλὰ ποὺ σ᾿ ηὕρα!… Ὁ Θεὸς σ᾿ ἔστειλε!
– Τί νὰ τρέχῃ; εἶπε μέσα τῆς ἡ Φραγκογιαννοῦ. Κάτι θέλει νὰ μοῦ πῇ. Βέβια, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔχῃ ἀκούσει τίποτα γιὰ τὰ πάθια τὰ δικά μου.
– Ξέρεις τίποτα, θεία-Γαρουφαλιά; ἐπανέλαβεν ὁ Λυρίγκος πλησιέστερον ἐρχόμενος.
– Τί νὰ ξέρω, γυιέ μου; εἶπεν ὑποκριτικῶς ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀπέχουσα νὰ ἐξαγάγη τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῆς πλάνης ὅσον ἀφορᾷ τὸ βαπτιστικόν της ὄνομα, εἴτε ἐπέφερεν: – Ἀπὸ τὰ ψὲς λείπω ἀπ᾿ τὸ χωριό. Ἦρθα νὰ μαζώξω βότανα στὰ ρέματα.
– Ἄκουσε θειά-Γαρουφαλιά, ἐπανέλαβε μὲ ἁπλότητα ὁ ἄνθρωπος. Ἀπόψε γεννήσαμε, στὸ καλύβι.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170