«Νὰ σηκωθῇς, μάννα, νὰ μπαρκάρῃς, νὰ πᾶς πέρα, στὴν Πλατάνα, νὰ τὴν περικαλέσῃς, τὴν Πορταΐτινα, ὡς καθὼς καὶ τὴν κόρη της, τὴν Καρίκλεια, νὰ τὶς καταφέρῃς νὰ ζητήσουν νὰ βγῶ ἀθῷος, κ᾿ ἐγὼ νὰ γίνω παιδί τους, νὰ πάρω καὶ τὴν Καρίκλεια γυναῖκα μου, χωρὶς προῖκα, καὶ νὰ ζήσουμε καλὰ κι ἀγαπημένα ὅλοι μας… Καὶ νὰ δοῦν πῶς ἐγὼ θὰ τὴν ἀγαπῶ, τὴν Καρίκλεια, καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχω τὴν πεθερά μου, νὰ δουλεύω σὰ σκλάβος νὰ τὶς ζωοθρέφω, μὲ πολλὰ καλά, γιατί ἐγὼ εἶμαι ἄξιος καὶ μπορῶ νὰ βγάλω λεπτά…». Περαίνων ὁ φονεύς, ἐπανήρχετο ἐκ τρίτου εἰς τὰ βάσανά του, καὶ ὑπέσχετο ὅτι, ἅμα ἐξέλθῃ τῶν φυλακῶν, θὰ φέρῃ πολλὰ ὡραία πράγματα καὶ στολίδια, διὰ νὰ προικίσῃ τὰς δυὸ ἀδελφάς του, ἀκόμη καὶ κοῦκλες καὶ παιγνίδια διὰ τὰ μικρὰ κοράσια τῆς μεγάλης ἀδελφῆς του, τῆς Δελχαρῶς.

Λοιπὸν δὲν εἶναι παράδοξον ἂν ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήματα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι ἀσημικὸν εἶχε, κ᾿ ἐμβαρκάρισε, κ᾿ ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον Πλατάναν, κ᾿ ἐπήγε νὰ εὕρη τὴν Πορταΐταιναν. Ἀλλὰ παράδοξον εἶναι ὅτι, μὲ τὴν εὐγλωττίαν της τὴν περιπαθῆ, μὲ τὴν στωμυλίαν της τὴν γυναικείαν, μὲ τὰ χίλια ψεύματα ὅσα ἤξευρεν –ἦτο δὲ τότε ἡ Φραγκογιαννοῦ 55 ἐτῶν, ἀλλ᾿ ἀκμαία γυνὴ καὶ μὲ ζωηροὺς χαρακτήρας– κατώρθωσε νὰ πείσῃ τὴν γραῖαν, τὴν χήραν του φονευθέντος (σημειώσατε ὅτι ἡ μήτηρ καὶ ἡ κόρη ἔδωκαν καὶ ξενίαν ἀκόμη εἰς τὴν μητέρα τοῦ φονέως), νὰ τὴν πείσῃ, λέγω, καταβάλλουσα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδίου αὐτή, ν᾿ ἀπέλθωσιν ὁμοῦ εἰς τὴν Χαλκίδα, μὲ σκοπὸν νὰ ἐνεργήσωσιν ἀπὸ κοινοῦ πλησίον τῆς Εἰσαγγελίας, τοῦ Δικαστηρίου καὶ τῶν Ἐνόρκων ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἢ τῆς ἀθῳώσεως τοῦ ὑποδίκου. Ὅσον ἀφορᾷ τὴν κόρην, «τὴν Καρίκλειαν», αὕτη ἐδήλωσεν ὅτι ἐκδίκησιν δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ «ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω», μόνον ποτὲ δὲν θὰ θέληση τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της· προτιμᾷ νὰ μένῃ ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα.