Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητά της. Ηὐτοσχεδίασε.
– Γιάννη! ἡ γυναῖκα σου ἔχει τοὺς πόνους! Εἶναι ἄσκημα.
– Ἔχει τοὺς πόνους! ἀνέκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ ἄνθρωπος. Τί λές, χριστιανή μου;
– Ἔχει κι ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! ἰσχυρίσθη μὲ τόλμην ἡ Φραγκογιαννοῦ.
– Ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της!
– Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Μόνο τρέχα στὸ χωριὸ νὰ φωνάξης τὴ μαμμή!… νὰ πῇς καὶ τοῦ γιατροῦ νὰ ῾ρθῆ!
Ὁ Λυρίγκος ἐστάθη. Πέραν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ ὀροπεδίου, πρὸ τῆς οἰκίας, ἡ πενθερά του ἐφώναζεν ἀκόμη βραχνὰς κραυγᾶς, τὰς ὁποίας ἔπαιρνε μακρὰν ὁ ἄνεμος, χωρὶς ὁ Γιάννης ν᾿ ἀκούῃ, τί ἔλεγεν ἐκείνη. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ὠμίλει μὲ θάρρος, κ᾿ ἐφαίνετο ὅτι ἤξευρε τί ἔλεγε.
– Πῶς γίνεται αὐτὸ ποτέ; ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης. Εἶσαι καλά, χριστιανή μου;
– Αὐτὸ γίνεται, ἐπέμενεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Οὖλες τὶς φορὲς τὰ διπλάρικα δὲν πέφτουν μαζὶ ἀπ᾿ τὴν κοιλιά. Τὸ ἕνα, τὸ πλιὸ ἀδύνατο ἀπ᾿ τὰ δυό, ἀργεῖ καὶ ὦρες καὶ μέρες νὰ πέση.
– Ἀλήθεια! Ἔχω ἀκουστά μου, εἶπεν ὁ Γιάννης.
– Κατὰ πῶς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρὰ ἡ Φραγκογιαννοῦ, αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἕνα τὸ παιδὶ θὰ πιάστηκε ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὸ ἄλλο.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170