– Δὲ θυμᾶσαι τὰ δικά μου, θεία-Χαδούλα… εἶπε μυστηριωδῶς ἡ Μαροῦσα, καὶ τὸ πρόσωπόν της ἀφ᾿ ὅ,τι ἦτο ἔγινεν ἀκόμη ἐρυθρότερον… Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ᾿ ἐγώ! Κι ἂς εἶσαι καλά, πόσο μ᾿ ἐβοήθησες! Ἔτσι θὰ περάσουν καὶ τὰ δικά σου.
– Γιατί εἶπα ἐγὼ πῶς ἐσὺ ξέρεις τὰ πάθια μου! Ἐπανέλαβεν ἡ Φραγκογιαννοῦ μετριόφρων.
– Ἐκεῖνα ποὺ λές, ἦταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης ἡ Μαρουσώ.
Ἕψησε τὸν καφὲν καὶ τὸν ἐκένωσε.
– Ὁ ἀφέντης μου, ὅπου εἶναι, θὰ ῾ρθῆ… Πιε τὸν καφέ σου. Βούτηξε καὶ τὸ ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.
Ἡ γραῖα ἄρχισε νὰ βουτᾷ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ τὸ μασᾶ χωρὶς ὄρεξιν.
– Πολὺ καλὸ νά ῾χης, ἔλεγε. Δὲν πάει κάτω, παιδί μου… Ἀπ᾿ τὸ χολοσκασμὸ ποὺ ἔχω… Φαρμάκι βγάζ᾿ ὁ οὐρανίσκος μου.
Εἴτε ἐπέφερε:
– Δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ κοιτάξης πάλι ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι, ἔξω;… Εἶναι ἀκόμη ὁ Κυριάκος κάτω;
Ἡ Μαροῦσα ὑπήκουσεν.
– Ἐκεῖ εἶναι θεία-Χαδούλα… Ἔπιασαν μεγάλην κουβέντα μὲ τὸν Φραγκούλη.
– Καὶ τώρα, ποῦ νὰ πάω;… Σὰν ἔρθ᾿ ὁ πατέρας σου;… Βασίλεψ᾿ ὁ ἥλιος… σουρούπωσε… θὰ νυχτώση.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170