– Τί εἶναι; εἶπε μετὰ τρόμου ἡ πάσχουσα γυνή.

Τότε ἡ Φραγκογιαννοῦ, μὲ μεγάλην ἑτοιμότητα, καθὼς ἵστατο ὀρθία, δυὸ βήματα πρὸς τὴν στέρναν, ἔρριψε τὸ καλάθι της κάτω, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀναλάβει ἀρτίως, καὶ ἄρχισε νὰ τρέχῃ, νὰ πηδᾷ, καὶ νὰ φωνάζῃ:

– Τὰ κορίτσια!… Τὰ κορίτσια!… Πέσανε μέσα!… Κοίταξε!… Δὲν ἔχετε τὸ νοῦ σας, χριστιανοί;… Πῶς κάμανε;… Καὶ τ᾿ ἀφήνετε μοναχά τους, κοντὰ στὴ στέρνα, νερὸ γεμάτη!… Καλὰ ποὺ βρέθηκα!… Νά, τώρα πέρασα κ᾿ ἐγώ… Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε!

Κ᾿ ἐνῷ τῷ ἅμα κύψασα, καὶ ἀφαιρέσασα ἐν ἀκαρεῖ τὴν φουστάνα της, μείνασα μὲ τὴν λεγομένην «μαλλίναν», τὴν ἐν εἴδει μεσοφορίου, ἀπορρίπτουσα τὰς πατημένας χονδρᾶς ἐμβάδας, μείνασα μὲ τὰς κάλτσας τὰς τρυπημένας εἰς τὴν πτέρναν, ἐρρίθη βαρεῖα, μετὰ πατάγου μέσα εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας.

Ἡ γυνὴ ἡ ἄρρωστη εἶχεν ἀφήσει βραχνὴν κραυγήν, κ᾿ ἔτρεξε νὰ κατέλθη τὰ δυὸ ἢ τρία λίθινα σκαλοπάτια τῆς εἰσόδου, παραπατοῦσα καὶ μόλις δυναμένη νὰ βαδίζῃ ἐκ τῆς ἀδυναμίας. Πρὶν αὕτη φθάση πλησίον τῆς στέρνας, ἡ Γιαννοῦ εἶχε πιάσει τὸ μικρότερον κοράσιον, τὸ ὁποῖον τῆς ἐφαίνετο μᾶλλον πνιγμένον ἤδη, καὶ τὸ ἔσυρε βραδέως πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὴν κεφαλὴν πάντοτε ἐπίστομα εἰς τὸ νερό. Εἶτα σηκώσασα τὸ μικρὸν σῶμα, ἀφοῦ ἀπέθεσε τοῦτο ἐπὶ τῆς λιθίνης κρηπῖδος, ἔκυψε κ᾿ ἔπιασε τὴν ἄλλην κορασίδα, τὴν μεγαλυτέραν. Τὴν ἔδραξεν ἀπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ φορέματός της, καὶ ἀπὸ τὸν ἕνα πόδα, κ᾿ ἐνῷ ἐτράβα πρὸς τὰ ἄνω τὸ σῶμα, ἡ κεφαλὴ ἔμενε κάτω, ὅσον τὸ δυνατὸν μακροτέραν ὥραν ἐντὸς τοῦ νεροῦ.