Αἰσθανθεῖσα τὸν ψυχρὸν σίδηρον, ἡ Ἀμέρσα ἀφῆκε σπαρακτικὴν κραυγήν.

Οἱ δυὸ χωροφύλακες δὲν εἶχον ἀκόμη ἀπομακρυνθῆ, ἀλλ᾿ εἶχαν κοντοσταθῆ ἔξω τῆς θύρας τοῦ ἰσογείου, ὡς νὰ ἐσυμβουλεύοντο τί νὰ κάμουν. Ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐκείνην τοῦ τρόμου, ἐκοίταξαν ἐπάνω, κ᾿ ἔτρεξαν.

Τότε ἀνέβησαν μετὰ κρότου τὴν σκάλαν κ᾿ ἔφθασαν εἰς τὸ χαγιάτι. Ἔσεισαν βιαίως τὴν θύραν.

– Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου! Ἀνοίξατε!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἦλθεν εἰς τὸν ἕνα τῶν χωροφυλάκων ἡ ὑπόνοια ὅτι ὁ ἔνοχος θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ δραπετεύσῃ διὰ τῆς καταρρακτὴς καὶ τοῦ ἰσογείου. Στραφεὶς εἰς τὸν δεύτερον χωροφύλακα τοῦ λέγει.

– Ἔχε τὸ νοῦ σου, σύ! Μή μας τὸ στρίψη ἀπὸ κατ᾿ ἀπ᾿ τὸ καταχυτό, ἀπ᾿ τὴν καταρρήχωση!…Κ᾿ ὕστερις ποῦ νὰ τὸν χαλεύουμε;

– Τί κρένεις; εἶπεν ὁ δεύτερος, μὴ ἐννοήσας ἀμέσως.

– Αὐτὸ ποὺ σοῦ κρένω! ἐπέμενεν ὁ πρῶτος… Κάμε κεῖνο ποὺ σὲ χουιάζουνε!

Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρὸς ὀλίγον, ἔτρεξε κάτω ὅσον ταχύτερα ἠμπόρεσε, διὰ νὰ κλείσῃ τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου, ἢ διὰ νὰ παραμονεύσῃ. Ἀλλ᾿ ἦτον ἤδη ἀργά. Ὁ Μοῦρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀνοίξει τὴν κλαβανήν, ἀποσύρας τὴν μικρὰν κασσέλαν τὴν ὁποίαν εἶχε βάλει ἐπάνω της, καὶ εἶχε πηδήσει κάτω. Ἦτον ὑπὲρ τὰ δυὸ μέτρα τὸ ὕψος, ἀλλ᾿ ὁ Μοῦρος ἦτον ἐλαφρός, εὐκίνητος, κάτω δὲ τὸ ἔδαφος ἦτο στρωμένον μὲ πελεκούδια καὶ πριονίδια, κ᾿ ἔφθασε κάτω ὄρθιος καὶ ἀβλαβής.